Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ

του Ηλία Ιωακείμογλου

Ο Τόμσεν και τα «άλλα παιδιά» της Τρόικας (όπως τους αποκαλεί η κ.Τρέμη όταν χάνει τον έλεγχο) δεν χάνουν ευκαιρία να τονίζουν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι υψηλοί συγκρινόμενοι με την παραγωγικότητα της εργασίας και συνεπώς, πρέπει να δοθεί έμφαση στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, για να γίνει πιο ευέλικτη. Περιμένουν, λένε, ότι έτσι θα μειωθούν οι τιμές, θα αυξηθούν οι εξαγωγές, άρα η παραγωγή και η απασχόληση. Δεν αποκλείουν, βεβαίως, και τις νομοθετικές παρεμβάσεις, προκειμένου να μειώσουν απευθείας τους ονομαστικούς μισθούς.
Τα οικονομικά του Τόμσεν συνοψίζονται στα φτωχά ιδεολογήματα που οι μεγαλο-δημοσιογράφοι των καναλιών χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τρομοκρατικών σεναρίων.

Θα ήταν, όμως, άδικο να έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον Τόμσεν που είναι ένας απλός εκτελεστής. Πίσω όμως από τον εκτελεστή βρίσκεται ο γκουρού, ο επικεφαλής των οικονομολόγων του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Σε άρθρο του στο iMFdirect στις 19 Μαρτίου 2012, ο πολύ γνωστός καθεστωτικός οικονομολόγος επιχειρηματολογεί υπέρ της «λογικής και του δίκαιου χαρακτήρα του ελληνικού προγράμματος» και επαναλαμβάνει όσα ακούμε από τον Τόμσεν –ίσως με λιγότερο βάρβαρες διατυπώσεις. Στην περίπτωση του Μπλανσάρ, με δεδομένες τις δημοσιεύσεις του στα ακαδημαϊκά περιοδικά, είμαστε αναγκασμένοι να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο κατεβαίνει στο επίπεδο του εκτελεστή και των τηλεοπτικών αστέρων της δημοσιογραφίας.

Το καλύτερο ψέμα

Το καλύτερο ψέμα είναι αυτό που επενδύει πάνω στην αλήθεια ένα μίγμα απλοποιήσεων, ανακριβειών, σκόπιμων αποσιωπήσεων και άγνοιας. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η αύξηση της ανεργίας και η αποδιάρθρωση των θεσμών της αγοράς εργασίας που προστατεύουν τους εργαζόμενους, μειώνουν τους ονομαστικούς μισθούς, είναι μια αλήθεια που γνωρίζουμε από τον καιρό του Μαρξ και τελικά την έχουν ενσωματώσει στις θεωρίες τους και οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι. Ο Τόμσεν όμως (συνέντευξη στην «Καθημερινή») αποσιωπά ότι οι μειώσεις των μισθών μετά από την ήδη καταγραφείσα αύξηση της ανεργίας και μετά από τις μεταβολές στο θεσμικό πλαίσιο (κατώτατος μισθός, κλαδικές συμβάσεις κλπ) είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται μεσοπρόθεσμα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν δεν υπάρξουν πρόσθετα μέτρα στην αγορά εργασίας, η υπάρχουσα ανεργία και τα ήδη ληφθέντα μέτρα θα προκαλέσουν ένα κύμα διαδοχικών μειώσεων των μισθών, καθώς θα εγκαταλείπονται η μία μετά την άλλη οι θέσεις μάχης που είχαν κατακτηθεί από τους εργαζόμενους μετά το 1974. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, εάν δεν την σταματήσουμε, η συνολική μείωση των αποδοχών μπορεί να ανέρχεται σε 30%, 40% ή 50%, ανάλογα με τις αντιστάσεις. Προφανώς το ΔΝΤ έχει πιο φιλόδοξους στόχους και προσπαθεί να διασφαλίσει την επιτυχία τους με πρόσθετα μέτρα πριν φανούν οι επιπτώσεις των ήδη ληφθέντων μέτρων.

Μειώνουν
την παραγωγικότητα
της εργασίας


Υπάρχουν και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που επιβάλλουν την άγνοια. Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι κατασκευάζουν θεωρητικά σχήματα, που βασίζονται στην παραδοχή ότι η παραγωγικότητα της εργασίας φθίνει όταν αυξάνεται η παραγωγή. Χωρίς αυτή την παραδοχή οι θεωρητικές τους κατασκευές καταρρέουν. Στην πραγματικότητα, όμως, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με την κλίμακα της παραγωγής, που σημαίνει ότι στην ύφεση μειώνεται. Έτσι, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, με το ένα χέρι μειώνει τους ονομαστικούς μισθούς προκαλώντας ύφεση, και με το άλλο μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (δηλαδή οι δαπάνες για αμοιβή εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος) είναι ένα κλάσμα που έχει στον αριθμητή τον ονομαστικό μισθό και στον παρονομαστή την παραγωγικότητα της εργασίας. Με τις παραδοχές της καθεστωτικής θεωρίας, το κλάσμα θα έπρεπε να μειώνεται θεαματικά, αφού η ύφεση μειώνει τον αριθμητή και αυξάνει, υποτίθεται, τον παρονομαστή. Στην πραγματικότητα όμως, η ύφεση μειώνει και τον αριθμητή και τον παρονομαστή, και τελικά παραμένει απροσδιόριστο αν και πόσο θα μειωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Στο σημείο αυτό, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι δεν σηκώνουν καθόλου τα χέρια ψηλά μπροστά την αποτυχία της πρόβλεψής τους και αποφαίνονται πως κάτι άλλο φταίει -και αυτό είναι οι ακαμψίες της αγοράς εργασίας. Για αυτόν τον λόγο συμβουλεύουν την πολιτική εξουσία να μειώσει τους μισθούς (δηλαδή τον αριθμητή) με νομοθετικές παρεμβάσεις. Η εσωτερική υποτίμηση είναι τελικά μια πολιτική που προσποιείται ότι χρησιμοποιεί τις αυθόρμητες λειτουργίες της αγοράς, ενώ επιβάλλει αυτό που επιδιώκει με διοικητικές μεθόδους.

Κόστος εργασίας και τιμές

Από πού προκύπτει, όμως, αυτή η ανάγκη μείωσης των μισθών, ώστε «να ευθυγραμμιστούν με την παραγωγικότητα;». Από πού δηλαδή προκύπτει η ανάγκη να μειωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, σε μια χώρα όπου είναι ήδη χαμηλό σε διεθνή σύγκριση; Τα εμπορεύματα εξακολουθούν να εκτίθενται στα ράφια των καταστημάτων με αναρτημένες τις τιμές τους, όχι με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι τιμές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος παρουσιάζουν μεταβολές που συσχετίζονται στενά. Αυτό όμως δεν συνέβη στην Ελλάδα, κατά την τελευταία διετία, ακόμη και εάν αφαιρέσουμε από τις τιμές την επίπτωση των αυξήσεων του ΦΠΑ, επειδή πολύ απλά μεταξύ κόστους και τιμής παρεμβάλλονται τα περιθώρια κέρδους (που εξαρτώνται από σειρά παραγόντων). Για μια ακόμη φορά, ο Μπλανσάρ και ο Τόμσεν δεν σηκώνουν τα χέρια μπροστά στην αποτυχία της πρόβλεψής τους, και αντί να θέσουν σε αμφισβήτηση τις θεωρίες τους, αποφαίνονται ότι οι μισθοί δεν έχουν μειωθεί ακόμη αρκετά. Από όπου προκύπτει και η «ανάγκη» να μειωθούν κατά 50% (ή μήπως περισσότερο;).
Στην πραγματικότητα, οι τιμές στην Ελλάδα δεν ακολούθησαν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, επειδή οι επιχειρήσεις αυξάνουν ή δεν μειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους. Για χιλιοστή φορά, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι σιωπούν μπροστά στο ερώτημα τι καθορίζει τα περιθώρια κέρδους, επειδή δεν τους ενδιαφέρει. Όπως ομολογεί ο Μπλανσάρ, σε δημοσιευμένο άρθρο του, το ζήτημα αυτό παραμένει εξαιρετικά σκοτεινό για την καθεστωτική θεωρία της αγοράς εργασίας.

Ο μυστικισμός του Τόμσεν

Φαίνεται ότι ο Τόμσεν μερικές φορές ξεφεύγει και προς το μυστικισμό. Όπως μας εξηγούσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», περιμένει ότι η επιβολή ευελιξιών στην αγορά εργασίας θα αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας. Παραμένει μυστήριο με ποιον τρόπο. Στην πραγματικότητα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με τις επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, που μεταφέρει νέες τεχνολογίες μέσα στις διαδικασίες παραγωγής και οδηγεί σε αναδιοργάνωση της εργασίας. Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι οι ευελιξίες μειώνουν τους μισθούς και μαζί με αυτούς και την παραγωγικότητα της εργασίας: αυτό δεν είναι γνωστό μόνο στους μαρξιστές, αλλά αποτελεί και πόρισμα θεωρητικών κατασκευών του Στίγκλιτς, του Άκερλοφ και άλλων. Εξάλλου, οι ίδιες οι αποδοχές του Τόμσεν συνδέονται με την καταστροφική παραγωγικότητά του. Το παράδειγμά του, ωστόσο, θα θέσει κάποια ημέρα ένα ακόμη πιο σοβαρό θεωρητικό ζήτημα, δηλαδή εάν ορισμένες από τις αποφάσεις των οικονομολόγων εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις κριτικές που μπορεί να ασκήσει ένας τίμιος αναγνώστης της θεωρητικής ιδεολογίας των καθεστωτικών οικονομολόγων, του ΔΝΤ, του Μπλανσάρ, του Τόμσεν και των άλλων παιδιών της Τρόικας. Είναι, όμως, αρκετές για να κατανοήσουμε γιατί ο γκουρού ακολουθεί τον εκτελεστή και όχι το αντίστροφο.
Πηγή : εφ. Εποχή 

5 σχόλια:

  1. "Στην πραγματικότητα, όμως, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με την κλίμακα της παραγωγής, που σημαίνει ότι στην ύφεση μειώνεται. ( ποιος το λέει αυτό;) Έτσι, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, με το ένα χέρι μειώνει τους ονομαστικούς μισθούς προκαλώντας ύφεση, και με το άλλο μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας..."

    Το πάρα πάνω απόσπασμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγχέεις την παραγωγή με την παραγωγικότητα.
    Η παραγωγικότητα της εργασίας καθορίζεται «από την μέση επιτηδειότητα των εργατών, το στάδιο εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμοσιμότητάς της, τον κοινωνικό συνδυασμό του παραγωγικού προτσές, την έκταση και την ικανότητα των μέσων παραγωγής και από τις φυσικές συνθήκες» (Μαρξ).

    Με αυξανόμενη παραγωγικότητα, παράγονται λοιπόν, είτε περισσότερες αξίες χρήσης μέσα στον ίδιο χρόνο, ή παράγεται η ίδια ποσότητα αξιών χρήσης μέσα σε συντομότερο χρόνο. Η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται με την ποσότητα του χρόνου που καταναλώνεται στην παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος κατά μονάδα χρόνου.

    Η παραγωγή υπάρχει πάντα με μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή, σαν τρόπος παραγωγής που χαρακτηρίζεται κάθε φορά από ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κι από αντίστοιχες παραγωγικές σχέσεις. Αποτελεί έτσι, τη βάση ενός ορισμένου οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού. Συνεπώς, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στον καπιταλισμό, μεγαλώνει ανάλογα με τις ανταγωνιστικές αντιφάσεις του, χωρίς να τον απασχολεί, όπως συνέβαινε σε παλαιότερους οικονομικούς σχηματισμούς, η ανταπόκριση η κάλυψη ή συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Το αντίθετο, η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι άναρχη, γιατί, δεν πρέπει να έχετε αντίρρηση, το μόνο που ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, είναι το κέρδος.

    Αν λ.χ., μια επιχείρηση σ’ ένα οκτάωρο με Α παραγωγική δυνατότητα, παρήγε 80 αξίες χρήσης. Με την κρίση η ζήτηση μειώθηκε στις 10. Τι θα κάνει η επιχείρηση; Θα μειώσει την διάρκεια του χρόνου λειτουργίας της επιχείρησης. Στην προκειμένη περίπτωση θα εργαστεί μια ώρα. Αυτό σημαίνει ότι έχασε την παραγωγική της δυνατότητα; Όχι. Απλά μειώθηκε ο χρόνος παραγωγής, γιατί με μια ώρα εργασίας, καλύφθηκε η ζήτηση. Αν λοιπόν, στην επιχείρηση εργάζονταν 8 άνθρωποι για να παράγουν 80 αντικείμενα σ’ ένα οκτάωρο, όσο η κρίση θα συνεχίζεται, θα μείνει να εργάζεται ένας άνθρωπος, ή και οι οκτώ εργαζόμενοι θα μοιράζονται τον μισθό του ενός. Έτσι προέκυψαν οι ευέλικτες μορφές εργασίας.

    "Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι οι ευελιξίες μειώνουν τους μισθούς και μαζί με αυτούς και την παραγωγικότητα της εργασίας"

    Είναι σίγουρο ότι, ο καπιταλιστής, ακόμα και μια ώρα να του δουλέψει ένας εργάτης, την υπεραξία θα την τσεπώσει. Ο εργάτης όμως με μια ώρα εργασίας δεν μπορεί να ζήσει. Βεβαίως, του καπιταλιστή δεν του καίγεται καρφί. Θα πάρει άλλον κι άλλον και πάει λέγοντας. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η ακολουθία τους (ατομικές συμβάσεις κλπ.), δεν μειώνουν τους μισθούς, στην κυριολεξία σκοτώνουν τον εργαζόμενο, γιατί τον κάνουν πολιτικά ανίσχυρο, έρμαιο στις διαθέσεις της εργοδοσίας, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστο η παραγωγική δυνατότητα της εργασίας στην δοσμένη επιχείρηση, παρά μόνο η παραγωγικές ανάγκες.

    Παραγωγή και παραγωγικότητα μπορεί να είναι συνυφασμένες μέσα στην παραγωγική διαδικασία, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα.

    Σας χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δε λέτε και πολύ διαφορετικά πράγματα. Ο Ιωακείμογλου απλά τονίζει ότι η παραγωγικότητα προϋποθέτει επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, υποδομές, έρευνα, επίπεδο εκπαίδευσης εργατικής δύναμης, οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας (καπιταλισμός σχετικής υπεραξίας) και όχι απλά μείωση μισθών, προσπαθώντας να απομυθοποιήσει ακριβώς την κυρίαρχη συναίνεση. Επίσης ότι σε συνθήκες ύφεσης τα κέρδη της παραγωγικότητας χάνονται, πράγμα που επισημαίνεις και εσύ. Το κεφάλαιο αδυνατεί να αξιοποιήσει-εκμεταλλευτεί την πιο παραγωγική εργατική δύναμη και προχωρά στην καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων κτλ, ακριβώς διότι κριτήριο είναι όχι οι κοινωνικές ανάγκες, αλλά το κέρδος. Το δεύτερο σημαντικό που επισημαίνεται είναι ότι στις τιμές δεν περιλαμβάνεται μόνο το κόστος εργασίας αλλά και το κέρδος του καπιταλιστή, που στον ελληνικό καπιταλισμό είναι πολύ υψηλό. Εν συντομία τα συγκεκριμένα μέτρα στοχεύουν στην αλλαγή του ταξικού συσχετισμού υπέρ του κεφαλαίου και όχι προς κάποια "ανάπτυξη" από την οποία θα κερδίσει η κοινωνία έστω και μεσοπρόθεσμα, αφού πρώτα θυσιαστεί.

    Συντροφικά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητέ Γιώργο γεια σου, συμφωνώ απόλυτα με το τέλος του σχολίου σου. Η προσπάθεια καταστροφής των εργασιακών κατακτήσεων, από τους εκμεταλλευτές, είναι στις σημερινές συνθήκες κυρίως ταξική – πολιτική επιδίωξη. Ακόμα "η παραγωγικότητα προϋποθέτει επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, υποδομές, έρευνα, επίπεδο εκπαίδευσης εργατικής δύναμης, οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας (καπιταλισμός σχετικής υπεραξίας) και όχι απλά μείωση μισθών, προσπαθώντας να απομυθοποιήσει ακριβώς την κυρίαρχη συναίνεση", είναι έτσι, και θα έλεγα ότι η "απομυθοποίηση την κυρίαρχης συναίνεσης" είναι ανάγκη να αντιμετωπισθεί ιδεολογικά από τις ταξικές δυνάμεις, με μεγάλη επιμονή, αλλά και επάρκεια. Εδώ είναι το πρόβλημα. Θα σου θυμίσω τι έλεγε ο Λένιν για τον αγώνα που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οι μαρξιστές, για τις σωστές λέξεις, ενάντια στις ψεύτικες λέξεις, ενάντια στις διφορούμενες λέξεις. Τόνιζε ότι «Χρειάζεται να είναι κάποιος μύωπας για να θεωρεί άκαιρες και άσκοπες τις συζητήσεις πάνω στα νοήματα και την αυστηρή οροθέτηση των αποχρώσεων. Από την επικράτηση αυτής ή εκείνης της "απόχρωσης" μπορεί να εξαρτηθεί το μέλλον της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας (του σοσιαλισμού - κομμουνισμού) για πολλά, για πάρα πολλά χρόνια» ( "Τι να κάνουμε").
    Αυτό ήθελα να τονίσω με το σχόλιό μου, εκτιμώντας την προσπάθεια που κάνετε.
    Ένα παράδειγμα διφορούμενης λέξης, που στα σίγουρα, η αποδοχή ή η χρησιμοποίησή της, από τις ταξικές δυνάμεις, διαστρεβλώνει την καρδιά της μαρξιστικής θεωρίας. "Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (δηλαδή οι δαπάνες για αμοιβή εργασίας που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος) ..." που σημειώνει ο συγγραφέας του κειμένου, είναι η αιχμή του δόρατος και σήμερα της αστικής προπαγάνδας, ενάντια στις προσπάθειες της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, να επαναστατικοποιήσει την συνείδηση των εργαζομένων.

    Συνεχίζεται...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι ακριβώς αυτή η «απαρχαιωμένη και εγκαταλειμμένη σοφιστεία, (που επαναφέρει η αστική προπαγάνδα και), που καταλήγει στο ένα και μοναδικό δόγμα, ότι: “οι τιμές των εμπορευμάτων καθορίζονται ή ρυθμίζονται από τους μισθούς της εργασίας"» (Μαρξ), ενώ η επιστημονική αλήθεια είναι, ότι η εργασία όχι μόνο δεν είναι “κόστος ή δαπάνη για αμοιβή εργασίας…” στην καπιταλιστική παραγωγή, αλλά αντίθετα, είναι η μοναδική δημιουργός αξίας.

    Όλοι οι προπαγανδιστές της αστικής τάξης, ακόμα κι αυτοί, από τους απολογητές των αστών, που υποστηρίζουν για τους δικούς τους λόγους, ότι η ανταγωνιστικότητα δεν επηρεάζεται άμεσα από τους μισθούς, ονοματίζουν την εργασία, ως κόστος εργασίας. Π. χ. Σάββας Ρομπόλης, http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4666048 )

    Έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν διαπραγματευόμαστε τέτοια ζητήματα, η διάκριση των εννοιών. Λ.χ. Γύρω από τον διφυή χαρακτήρα της εργασίας – εμπόρευμα (εργατική δύναμη = αξία χρήσης και αξία), περιστρέφεται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας. Όταν πεις ότι “στις τιμές δεν περιλαμβάνεται μόνο το κόστος εργασίας αλλά και το κέρδος του καπιταλιστή” ενισχύεται η πλάνη που ζυμώνουν οι απολογητές της αστικής τάξης, ότι ο καπιταλιστής πληρώνει όλη την αξία της ξοδεμένης εργατικής δύναμης, ενώ η επιστημονική αλήθεια είναι ότι εκείνο που πληρώνει, είναι μέρος από την ξοδεμένη εργατική δύναμη. Άρα το σωστό είναι να λέμε ότι στην ανταλλαχτική αξία του εμπορεύματος περιέχεται, εκτός από μια υποδιαίρεση του πάγιου κεφαλαίου (απόσβεση), πληρωμένη και απλήρωτη εργασία (υπεραξία).

    Το εμπόρευμα δεν είναι τίποτε άλλο από στερεοποιημένος χρόνος εργασίας. Το ίδιο το κεφάλαιο είναι συσσωρευμένη εργασία. Εκείνο που πρέπει να εξηγήσουμε στο λαό με πληρότητα είναι, πώς, αφού ο υλικά κατασκευασμένος κόσμος που μας περιβάλλει είναι παρωχημένη εργασία, αυτοί που εργάζονται, είναι επί ξύλου κρεμάμενοι και εκείνοι που δεν εργάζονται, έχουν στα χέρια τους όλο τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο;

    Δεν κρίνω την πρόθεση. Αλλά, το πόσο εξυπηρετεί, τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε το κείμενο. Έχουμε τον ίδιο σκοπό αλλά δεν λέμε τα ίδια.
    Στην περίπτωσή μας, πρέπει να ισχύει το “δέκα φορές μέτρα και μία κόβε”.
    Καλή δύναμη, κουράγιο, αισιοδοξία και μελέτη. Οι φυσικοί νόμοι της κοινωνικής κίνησης είναι με το μέρος μας. Ας τους εκμεταλλευτούμε για το συμφέρον του λαού μας.

    Σας χαιρετώ, και είμαι πάντα στη διάθεσή σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Έχεις δίκιο πολλές φορές η επιστημονική αυστηρότητα στη διατύπωση είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο είναι να ανακαθορίζεται και να αναλύεται το κάθε ζήτημα διαμέσου των δικών μας θεωρητικών εννοιών. Διαφορετικά η αστική ιδεολογία καραδοκεί, όπως συνέβει και στο δικό μου σχόλιο που σωστά διόρθωσες.
    Τα ξαναλέμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή