ΓΡΑΦΟΥΝ Σ. ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑΣ - Λ. ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑΣ : ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΗ ΒΙΩΣΙΜΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Αν και γράφουμε αυτές τις γραμμές πριν από τη διαφαινόμενη πιθανότατη ολοκλήρωση του πρώτου γύρου που αφορά στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, το περίφημο PSI Plus, μάλλον οδηγούμαστε στην αναγγελία μίας συμφωνίας σχετικά συμβατής με τους λογιστικούς στόχους που είχαν τεθεί στη Σύνοδο της 26ης Οκτωβρίου. Αν τη ημέρα που διαβάζονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία, τότε η αναγκαιότητα διαγραφής ενός τμήματος του χρέους θα οδηγήσει στην πραγματοποίησή της στο επόμενο διάστημα είτε στο μη εθελοντικό μονομερές «κούρεμα», και τα δύο με περιπλοκή των πολιτικών εξελίξεων. Η ολοκλήρωσή της θα είναι αποτέλεσμα το οποίο θα βάλει ένα κόμμα στην ιδεολογική τρομοκρατία που ασκήθηκε στην ελληνική κοινωνία για τις ανάγκες δημιουργίας συναίνεσης στην υπάρχουσα πολιτική και θα ανοίξει νέους, πιο δύσκολους γύρους, για το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται τις τύχες της υπάρχουσας μορφής αστικής ηγεμονίας.
Αποτελεί πρώτο γύρο, με δύο έννοιες.
Πρώτη έννοια: Ανοίγει την εποχή των αναδιαρθρώσεων χρέους στον αναπτυγμένο κόσμο, σε ευρωπαϊκά κράτη. Η πολιτική που ακολουθείται προϋποθέτει αναγκαστικά την αναδιάρθρωση χρέους για όποια χώρα χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Στον βαθμό που η ΕΚΤ δεν χρηματοδοτεί άμεσα τις ανάγκες δανεισμού των κρατών και γενικότερα δεν υπάρχουν μηχανισμοί συλλογικής και αλληλέγγυας αντιμετώπισης των δυσκολιών των δημόσιων οικονομικών που προκλήθηκαν από την κρίση του 2008, έτσι ώστε οι κυβερνήσεις να υποχρεωθούν να αποδομήσουν το όποιο κοινωνικό κράτος και να ιδιωτικοποιήσουν τμήματα που ήταν εκτός της σφαίρας της κερδοφορίας, κάθε αίτημα χρηματοδότησης του ενός γίνεται πρόβλημα για τους άλλους, και στον βαθμό που ο στόχος μείωσης της εσωτερικής ζήτησης, με τη συνεπακόλουθη ύφεση και ανεργία, χρησιμοποιείται για να καμφθούν οι απαιτήσεις των μισθωτών για αξιοπρεπή ζωή, δημιουργώντας ελλείμματα και, επομένως, οδηγώντας σε αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης.
Δεύτερη έννοια: Με την ολοκλήρωση αυτής της συμφωνίας δεν συγκροτείται εικόνα βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, επομένως θα έχουμε και νέους γύρους. Κατ’ αρχήν, για να είναι συμβατή η εικόνα του δημόσιου χρέους που θα προκύψει, θα πρέπει η συμμετοχή να είναι πάρα πολύ υψηλή (το ΔΝΤ διαπραγματευτικά θέτει τον όρο 100%). Επομένως, αν απέχουμε αρκετά από ένα κρίσιμο ποσοστό, θα πρέπει να αναμένουμε νέες κινήσεις και διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να προσεγγίσουμε τον στόχο μείωσης κατά 100 δισ. του ελληνικού δημόσιου ομολογιακού χρέους. Η διαπραγμάτευση που έχει γίνει ώς τώρα έχει ανοίξει και το θέμα «κουρέματος» των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ (με κάποια μορφή) στο κοντινό μέλλον. Πρόκειται για εν εξελίξει διαπραγμάτευση, με ισχυρότατη τάση να ολοκληρωθεί, με στόχο να δοθούν περιθώρια κάλυψης των αναγκών χρηματοδότησης από τις ανεπάρκειες του «κουρέματος» στο οποίο θα καταλήξουμε.
Με δεδομένες αυτές τις πολιτικές, το "κούρεμα" έπρεπε να είχε γίνει εξ αρχής και να είναι μεγάλο. Η διαγραφή κατά 50% μόνον είναι αποτέλεσμα πολιτικών που διαμορφώνονται με ειδικό σεβασμό στα συμφέροντα των τραπεζιτών (και όχι κατ’ ανάγκην των τραπεζών). Ας σκεφτούμε: με "κούρεμα" αντί 50% στο 60% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, το ΔΝΤ υπολογίζει επιπλέον μείωση του χρέους κατά 25 δισ. περίπου, περισσότερα από τα χρήματα όλων των μέτρων του Μεσοπρόθεσμου, ενώ συγχρόνως μειώνονται οι πληρωμές τόκων κατά 1,5 δισ. κάθε χρόνο, όσες είναι οι απαιτήσεις μείωσης των μισθών και των συντάξεων στο Μεσοπρόθεσμο.
Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής που ακολουθείται, όσο μεγαλύτερο «κούρεμα» επιβαλλόταν στις απαιτήσεις των τραπεζών (ας πούμε 80-90%, με εξαίρεση των ασφαλιστικών ταμείων, ημεδαπών και αλλοδαπών) τόσο καλύτερο αποτέλεσμα θα συνιστούσε, και, επίσης, όσο μικρότερα, επιτόκια και οι περίοδοι χάριτος τόσο καλύτερα. Αυτά τα νούμερα μεταφράζονται σε μισθούς, συντάξεις, νοσοκομεία, σχολεία, προγράμματα απασχόλησης και δημόσιες επενδύσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι σε όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται με μεγάλη ευκολία τις ενστάσεις και απαιτήσεις των τραπεζιτών, καλλιεργώντας παράλληλα, μέσω των ΜΜΕ και των μηχανισμών συγκρότησης κοινής γνώμης, την οικοδόμηση της εθνικής συναίνεσης πάνω στη θέση ότι το καλύτερο «κούρεμα» είναι το μη «κούρεμα» - με ποικίλους τρόπους, που ξεκινούν από την κινδυνολογία περί εξόδου από ευρώ, μέχρι το να ασχολείται η ελληνική κοινή γνώμη με το αν θα ενεργοποιηθούν τα CDS ή όχι, που δεν αφορά την Ελλάδα ως κόστος.
Επιτόκια
Ωστόσο δεν είναι το θέμα μόνο της διαγραφής, κατά 50% του ονομαστικού χρέους αλλά και το ζήτημα των συμφωνηθέντων επιτοκίων. Εκεί υπάρχουν περισσότερα περιθώρια επιλογών σχετικά με τους στόχους της συμφωνίας της 26ης Οκτώβρη. Κατ’ αρχάς, η ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ, το οποίο αποτέλεσε τον βασικό παίκτη ώστε να περιοριστούν οι απαιτήσεις των τραπεζιτών ως προς τα βάρη τα οποία θα αναλάβουν (μαζί με τη Γερμανία), υπολογίζει πολύ χαμηλά μέσα επιτόκια και έχει ορίζοντα το 2020, σε πρώτη φάση. Επομένως, συνδυασμοί κλιμακωτών επιτοκίων στον χρόνο και ανάλογα με τον χρόνο λήξης των ομολόγων, περιόδου χάριτος σε πληρωμές τόκων (πολύ σημαντικό για τα ελλείμματα), εξάρτησης από ρυθμούς ανάπτυξης (για να μην αναφερθούμε και σε άλλα χαρακτηριστικά των ομολόγων) διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλαίσιο, που δίνει τη δυνατότητα να εμφανιστεί ένα αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, ειδικά μέχρι το 2020, συμβατό με τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί. Και πάλι, όσο μεγαλύτερο το «κούρεμα» σε όρους παρούσας αξίας, δηλαδή του συνόλου της χρηματοροής των τόκων και των χρεολυσίων που θα προκύψουν, τόσο καλύτερα. Με απλούς όρους, η διαφορά μεταξύ 3% και 5% μέσο επιτόκιο στο χρέος που θα απομείνει μετά το κούρεμα των ομολόγων, στα νέα ομόλογα, είναι γύρω στα δύο δισ. ευρώ ετησίως (ανάλογα και με τους χρόνους πληρωμής τόκων), δηλαδή μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τις απαιτήσεις για μειώσεις μισθών του Μεσοπρόθεσμου.
Πλεονάσματα
Εκτός από ονομαστικό ύψος και επιτόκια, την εικόνα βιωσιμότητας καθορίζουν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η απαίτηση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ, έτσι ώστε το χρέος να καταστεί βιώσιμο σε βάθος 20ετίας, σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ, ισοδυναμεί με απαίτηση σοβαρών κοινωνικών συγκρούσεων (ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι σε περιβάλλον αυξημένων κοινωνικών δαπανών προϋποτίθεται από το ΔΝΤ ότι οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες -εκτός των τόκων, συμπεριλαμβανόμενης της κοινωνικής ασφάλισης- θα οδηγηθούν στο 33,6% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 45% το 2008· μέγεθος το οποίο απαντάται στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και όχι στις ανεπτυγμένες χώρες, ανεξαρτήτως του μεγέθους του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστού του ΑΕΠ). Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να εντάξουμε και τη διαμορφούμενη συναίνεση, που συνιστά μεταβολή της αντίληψης για τη διαχείριση της ελληνικής κατάστασης, σε επίπεδο ιδεολογικό βέβαια ακόμη, όπως τη συναντάμε στην τελευταία έκθεση του κ. Προβόπουλου και κειμένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ότι, δηλαδή, λόγω των διαφορετικών πολλαπλασιαστών της δημόσιας δαπάνης για να ανακοπεί η πορεία της ύφεσης θα πρέπει να στηριχτούν κυρίως οι δημόσιες επενδύσεις (υποδομές κ.λπ.) που έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή, ενώ οι πολλαπλασιαστές της δαπάνης για το κοινωνικό κράτος είναι αρκετά χαμηλοί. Πέραν σοβαρών μεθοδολογικών ζητημάτων, που αφορούν στις εκτιμήσεις των πολλαπλασιαστών που έχουν γίνει, η στόχευση προβάλλει σαφής και ενισχυτική ενός πολύ σημαντικού περιορισμού του κοινωνικού κράτους και εκχώρησης σημαντικών τομέων στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» (το αν θα αποκτήσει σάρκα και οστά η στόχευση του πρώτο σκέλους, των δημοσίων επενδύσεων, είναι άλλο ζήτημα).
Συνοψίζοντας, ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους, που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη, συνεπάγονται είτε την ανάγκη αυξημένων μεγεθών χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε. και το ΔΝΤ είτε την εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης (η πολύ γνωστή πηγή νέων εγχώριων περικοπών δαπανών, αύξησης εσόδων και «χαρατσιών»), ενώ ο στόχος του 120% δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ για το 2020 απομακρύνεται. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία θα οδηγηθούμε στη διαγραφή ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, η υπάρχουσα πολιτική συνεπάγεται πρωτόφαντη ένταση του κοινωνικού πολέμου για τον επόμενο χρόνο: η επίθεση σε εργατικά δικαιώματα και κοινωνικό κράτος και η οικοδόμηση νέων μορφών κερδοφορίας για τους κεφαλαιούχους, που θα ακολουθήσει, θα είναι πολύ ισχυρότερες απ’ ό,τι συναντήσαμε μέχρι τώρα.
Πηγη: εφ. Αυγή
Λεωνίδας Βατικώτης : Επιζήμια και προσωρινή η διαδικασία ανταλλαγής ομολόγων
Σε χειρότερη κι όχι καλύτερη θέση θα βρεθεί η ελληνική κοινωνία έναντι των δανειστών της με την υπογραφή της συμφωνίας ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο της εφαρμογής της απόφασης της ΕΕ της 26ης Οκτωβρίου. Ήδη, μετά την προσωρινή διακοπή και τις απειλές που εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν, οι διαπραγματεύσεις όλη την προηγούμενη εβδομάδα συνεχίστηκαν σε καλό κλίμα και όλα τα ρεπορτάζ μαρτυρούν πως οι δύο βασικές διαφορές έχουν γεφυρωθεί: Πρώτο, σε ό,τι αφορά το επιτόκιο και δεύτερο σε ό,τι αφορά την λήξη των ομολόγων. Χωρίς ακόμη να έχει οριστικοποιηθεί η συμφωνία, το σημείο συμβιβασμού φαίνεται να έχει βρεθεί σε ένα μεσοσταθμικό επιτόκιο ύψους 4% και περίοδο αποπληρωμής τα 30 χρόνια. Ανοιχτό θέμα ωστόσο παραμένει ακόμη η έκταση της συμμετοχής των ιδιωτών πιστωτών. Πόσοι δηλαδή απ’ όσους έχουν τοποθετηθεί σε ελληνικά ομόλογα θα δεχθούν να συμμετάσχουν στην εθελοντική ανταλλαγή που θα επιτρέψει την μείωση του χρέους κατά 100 δισ. ευρώ, από τα 360 δισ. που είναι σήμερα όπως προβλέπει η συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας θα εγκριθεί νέος δανεισμός ύψους 130 δισ. ευρώ. Απ’ αυτό το ποσό τα 30 δισ. θα πάνε στις τράπεζες για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες που θα δημιουργηθούν, με το μέλλον τους ωστόσο να είναι άδηλο…
Πολύ πιο άδηλο όμως είναι το ίδιο το μέλλον του ελληνικού χρέους. Γιατί, αν κάτι αποσιωπάται, συστηματικά μάλιστα, είναι το γεγονός ότι ακόμη κι αν οριστικοποιηθεί αυτή η συμφωνία το σίριαλ του ελληνικού χρέους δεν πρόκειται να λήξει. Αργά ή γρήγορα θα απαιτηθεί ένα νέο γενναίο κούρεμα, μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο αποκλείεται ποτέ να γίνει βιώσιμο, εξυπηρετήσιμο δηλαδή (ακόμη κι αν κάνουμε την υπόθεση ότι πρέπει να εξυπηρετηθεί) αν δεν πέσει κάτω από 85% του ΑΕΠ. Η υπό εξέλιξη αναδιάρθρωση, χρεοκοπία στην πραγματικότητα, θα το οδηγήσει στο 120% του ΑΕΠ με αρνητικές μάλιστα προοπτικές, λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της Ελλάδας. Τεράστια ευθύνη γι αυτή την πορεία λεηλασίας και παρακμής δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επωμίζεται η ίδια η ΕΕ πέρα από το ΔΝΤ, που εξάντλησε όλο της το ενδιαφέρον για να γλιτώσουν από το κούρεμα τα ελληνικά ομόλογα που διατηρεί η ΕΚΤ στο χαρτοφυλάκιό της.
Η έκδοση όμως των νέων ομολόγων στο αγγλικό δίκαιο, όπως υποχρεούται να κάνει κάθε αποικία και κάθε προτεκτοράτο, θα δυσκολέψει αφάνταστα την επόμενη αναδιάρθρωση, που είναι θέμα χρόνου. Αν ακόμη και τώρα, που το ελληνικό δίκαιο επιτρέπει την εφαρμογή Ρητρών Συλλογικής Δράσης οι οποίες επιβάλλουν την αποδοχή της ανταλλαγής των ομολόγων και σε εκείνους τους κατόχους τους που δεν συμφωνούν, διατυπώνονται ευθέως απειλές για προσφυγή σε διεθνή δικαστήρια, τι θα γίνει τότε; Με μαθηματική βεβαιότητα, άτακτη χρεοκοπία και οικονομική κατάρρευση. Υπ’ αυτό το πρίσμα η κυβέρνηση Παπαδήμου επωμίζεται πολιτικά εγκληματικές πέρα από τεράστιες ποινικές ευθύνες που δεν πρόκειται ποτέ να παραγραφούν αν ενδώσει οριστικά στο αίτημα των πιστωτών και εκδοθούν τα νέα ομόλογα υπό το αγγλικό δίκαιο!
Ραγδαίες αλλαγές ωστόσο θα προέλθουν άμεσα από τους όρους που συνοδεύουν ακόμη κι αυτή την συμφωνία ανταλλαγής που αργά ή γρήγορα θα χαρακτηρισθεί μεταβατική και αναποτελεσματική, όταν κοπάσουν οι πηχαίοι “τονωτικοί” τίτλοι (βλέπε για παράδειγμα χθεσινή Ημερησία του Σαββάτου: “Η χώρα αλλάζει σελίδα”) και οι υποσχέσεις πως η Ελλάδα θα πλημμυρίσει από χρήμα που θα φέρουν οι επενδυτές. Οι όροι της ανταλλαγής θα αποτυπωθούν στη νέα δανειακή σύμβαση που θα αρχίσει να συζητιέται επίσημα από τη Δευτέρα, η ψήφιση της οποίας από την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΛΑΟΣ θα ανάψει το πράσινο φως για να δοθεί η νέα δόση που θα επιτρέψει την αποπληρωμή των ομολόγων αξίας 14,5 δισ. ευρώ τα οποία λήγουν στις 20 Μαρτίου. Για χάρη των πιστωτών λοιπόν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία θα υποστούν ένα δεύτερο κύμα της θεραπείας – σοκ που υπομένουν την τελευταία διετία. Θα περιλαμβάνει δε πρώτα και κύρια ένα νέο χτύπημα στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα μέσω της μείωσης των μισθών και ημερομισθίων και της επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων, με περισσότερη ελαστικοποίηση και κατάργηση κάθε είδους προστατευτική ρύθμιση. Για τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα το νέο Μνημόνιο επιφυλάσσει μαζικές απολύσεις με αποκλειστικό κριτήριο την δημιουργία πλεονασμάτων στα δημόσια οικονομικά, ώστε να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο μιας νέας χρεοκοπίας κι αν είναι δυνατό να μετατεθεί το πολιτικό κόστος στην επόμενη κυβέρνηση. Άμεσα ωστόσο οι χώρες της ευρωζώνης ενδιαφέρονται για τις εγγυήσεις που θα τους δοθούν ως αντάλλαγμα για τα νέα δάνεια και θα περιλαμβάνουν δικαιώματα στον φυσικό πλούτο.
Πηγή : εφ. Πριν
Το Ελληνικό τμήμα της Διεθνούς των Κεϋνσιανών μίλησε. Ουγκ!
ΑπάντησηΔιαγραφή