Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

H επιστροφή του κράτους» ως διαχειριστή κρίσεων

Τμήματα της αριστεράς  αποδίδουν τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση σε πολιτικές αιτίες. Ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, με την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς και ιδιαίτερα την ριζοσπαστική άνοδο  στην ελευθερία που παρέχεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, έχει αποτύχει. Τώρα, ισχυρίζονται, πλησιάζουμε σε μια εποχή της ρύθμισης και του ελέγχου από το κράτος, και το καθήκον μας είναι να επηρεάσουμε τις μορφές που θα λάβουν. Το κεντρικό αίτημα είναι ο  μετριασμός   της επιρροής του χρηματιστικού κεφαλαίου και  η ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της θα πρέπει να  να μεταρρυθμιστεί  οικολογικά  και κοινωνικά. Το αν αυτό  θα ευοδωθεί ή όχι αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ζήτημα συσχετισμού  κοινωνικής δύναμης και πολιτικής κινητοποίησης.

 του Norbert Trenkle πηγή : aristeroblog


Ωστόσο, η ανάλυση αυτή παραβλέπει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της παγκόσμιας κρίσης. Ακόμη και αν αυτή συντελείται μέσω μιας κατάρρευσης  των χρηματοπιστωτικών  αγορών, τα αίτιά της πρέπει να αναζητηθούν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Η υπερδιόγκωση  του χρηματοπιστωτικού τομέα  κατά τα τελευταία 30 χρόνια δεν προκλήθηκε από σκόπιμες  ή λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις, αλλά αποτελεί  έκφραση μιας διαρθρωτικής κρίσης  αξιοποίησης του κεφαλαίου, μια κρίση που ξεκίνησε με το τέλος της μεταπολεμικής Φορντικού τύπου άνθησης . Μέσα από την ριζική αναδιοργάνωση των συνθηκών εργασίας και  παραγωγής κατά τη διάρκεια της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (αυτοματισμός, ελαστικοποίηση και επισφάλεια της εργασίας, υπερεθνικές ενώσεις  κ.α.), υπήρξε ένας μαζικός εξορθολογισμός της εργασίας σε κεντρικούς καπιταλιστικούς τομείς . Αυτό το γεγονός αδυνάτισε σημαντικά το θεμέλιο της αξιοποίησης του κεφαλαίου, που συνίσταται στη συνεχώς αυξανόμενη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Αυτό με τη σειρά του, οδήγησε στη μετακίνηση  όλο και περισσότερων  κεφαλαίων  στις χρηματοπιστωτικές αγορές: τα κεφάλαια δεν  μπορούσαν  πλέον να βρουν επαρκείς ευκαιρίες για αξιοποίηση στην «πραγματική οικονομία» και μια γιγαντιαία φούσκα  «πλασματικού κεφαλαίου» (Μαρξ)  άρχισε να διογκώνεται. Χωρίς αυτή τη μετακίνηση, η οποία επέτρεψε την χρονική μετάθεση της  κρίσης  συσσώρευσης του κεφαλαίου,   η παγκόσμια οικονομία θα είχε καταρρεύσει προ πολλού. Το κόστος αυτής της μετακίνησης, όμως, ήταν η δημιουργία  μιας όλο και πιο ισχυρής δυναμικής για εκδήλωση  κρίσης. Επομένως,  δεν είναι να απορεί κανείς  για την συντριβή  που ήρθε. Χρειάζεται μάλλον εξήγηση  για το πόσο  παρατεταμένη θα μπορούσε αυτή να είναι.
Αυτό κατέστη δυνατό μόνο  εξ αιτίας του ότι η πρωτεύουσα πολιτική επιλογή  σε επίπεδο κράτους  και ευρύτερα, στόχευσε στη  διατήρηση της δυναμικής των χρηματοπιστωτικών αγορών, και, συνεπώς, στην έναρξη της κάθε κρίσης (όπως αυτές στο  Μεξικό, την Ασία, τη Ρωσία, ή αυτή  της Νέας Οικονομίας ), η αντίδραση ήταν πάντα η ίδια: δημιουργία πρόσθετης πίστωσης,  προκαλώντας  τη διόγκωση  μιας νέας φούσκας. Ο τύπος  αυτών των αντιδράσεων αποτελεί  απόδειξη ότι η δομική αιτία της κρίσης ως διαδικασίας,  βρίσκεται πέρα ​​από τα όρια της πολιτικής, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους αντίφασης της  ιστορικής εσωτερικής δυναμικής του καπιταλισμού,  (η κατανόηση της οποίας είναι) προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνειδητή δράση. Ο καπιταλισμός δημιουργεί τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις και δυναμική  για πλούτη που από μόνα τους θα μπορούσαν να επιτρέψουν  μια καλή ζωή για όλους (πραγματικά, για όλους). Αυτά τα πλούτη, ωστόσο, δεν είναι συμβατά με τον στενόμυαλο στόχο της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, καθώς  καθιστούν  όλο και περισσότερο εργασία πλεονάζουσα. Με τον τρόπο αυτό καταπίπτουν στην μετατροπή τους σε προωθητήρα της βασικής  διαδικασίας της κρίσης, η οποία θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τα θεμέλια της αξιοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και το δίκτυο της κοινωνικής αναπαραγωγής που εξαρτάται από αυτό, μαζί με τα φυσικά θεμέλια της ζωής. Η υπερδιόγκωση  των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είναι η αιτία της κρίσης, αλλά ένα από τα συμπτώματα της. Αυτό δείχνει ότι η καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί να λειτουργήσει μόνο (με αβεβαιότητα) ως ένα προσάρτημα   του πλασματικού κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, το πραγματικό περιεχόμενο της πολύ-θρύλητης  «επιστροφής του κράτους»,  καθίσταται σαφές. Παρ 'όλους τους όρκους πίστης  στη «ρύθμιση» και την επιστροφή στην πραγματική οικονομία, η στήριξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και η διόγκωση μιας  νέας κερδοσκοπικής φούσκας και πίστωσης, θα συνεχίσουν  να παραμένουν  στο επίκεντρο κάθε πολιτικής για τη διαχείριση της κρίσης. Ακόμη και οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες, οι συνδικαλιστές και οι εκπρόσωποι της ATTAC, δεσμεύονται  σε αιτήματα για τη σωτηρία των τραπεζών. Οι μόνες διαφορές έγκεινται στις  λεπτομέρειες , δηλαδή, κατά πόσον ή όχι θα πρέπει να εθνικοποιηθούν  και ποιος πρέπει να επιβαρυνθεί το κόστος. Η τελευταία ερώτηση είναι, ωστόσο, ήδη απαντημένη: το κόστος είναι τόσο τεράστιο που μπορεί  να καλυφθεί μόνο  με  μαζικό δημόσιο δανεισμό.  Οποιοδήποτε άλλο αίτημα («φορολογείστε τους  πλούσιους», περικοπές μισθών στους  διευθυντές, απόδοση νομικών  ευθυνών στους  τραπεζίτες κ.λπ.),  είναι απλώς συμβολικό. Δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτα αρνητικό που θα μπορούσαμε να πούμε εναντίον αιτημάτων για απόσπαση  χρημάτων από τους πλούσιους, τους τραπεζίτες και τους  εργοδότες, προκειμένου να  διανεμηθούν  σε αυτούς που διεκδικούν  (εάν θα μπορούσε ποτέ αυτό να συμβεί), αλλά η λειτουργία αυτών των  αιτημάτων στην  πολιτική συζήτηση είναι οπισθοδρομική, καθότι  χρησιμεύουν μόνο   για ανακάλυψη αποδιοπομπαίων  τράγων και  διάχυση της ηθικής οργής, ενώ συγκαλύπτουν τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης.
Ο  μαζικός δημόσιος δανεισμός για τη σωτηρία  του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ακόμα και αν επιτύχει (με αβέβαιο τρόπο) να  καθυστερήσει  τη διαδικασία της κρίσης με μια μαζική χρηματοδότηση – θα οδηγήσει τα επόμενα χρόνια στην οπισθοδρόμηση πολλών πτυχών  της κοινωνικής αναπαραγωγής, επειδή  πλέον δεν θα  θεωρούνται «οικονομικά βιώσιμες». Αλλά τα ποσά που απαιτούνται για την αποπληρωμή των συσσωρευμένων χρεών, δεν πρόκειται ποτέ  να εξοικονομηθούν  μέσω των περιοριστικών πολιτικών  λιτότητας. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα  να πληρωθούν από  τη μάζα των  μισθωτών, των επισφαλώς εργαζόμενων  και των ανέργων. Είναι όμως αυτοί  που θα αισθανθούν πιο έντονα τις συνέπειες της «διάσωσης», επειδή το χρέος θα χρησιμεύσει ως ένας βάρβαρος  περιορισμός σε κάθε μελλοντική πολιτική, ανεξάρτητα από το ποιο  κόμμα ή τάση θα κυβερνά. Γιατί, ενώ θα υπάρχουν όρια για μελλοντικό  δημόσιο δανεισμό, το βάρος των τόκων πληρωμών θα αυξηθεί σημαντικά. Οι συνέπειες είναι προφανείς: η πολιτική βούληση θα επικεντρωθεί στη διατήρηση των «λειτουργιών που σχετίζονται με το σύστημα» και αυτές είναι - εκτός από τις χρηματοπιστωτικές αγορές- οι  υπόλοιποι  πυρήνες και «ενώσεις-δίκτυα» της παραγωγικής αξιοποίησης του κεφαλαίου, μαζί με την υποδομή και το προσωπικό που χρειάζονται. Οι γενικές υποδομές, η κοινωνική πρόνοια, η δημόσια υγειονομική περίθαλψη,  θα διαλυθούν περαιτέρω,  οι μισθοί και συντάξεις θα μειωθούν  (μέσω περικοπών και ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού), ενώ  ο αριθμός των ανθρώπων που περνούν στην επισφαλή εργασία ή θεωρούνται ‘’πλεονάζοντες’’,  θα συνεχίσει να αυξάνεται. Η διαχείριση  της κρίσης, γι αυτούς, σημαίνει συσσίτια, ολοκληρωτική υποταγή και  αποκλεισμός. Ακόμα και τα πολιτικά κόμματα που έρχονται στην εξουσία με υποσχέσεις  «κοινωνικές και περιβαλλοντικές μεταρρυθμίσεις»,  θα ακολουθήσουν τελικά  αυτή την πολιτική διαχείρισης της  κρίσης.
Η τρέχουσα συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις αποτελεί μια φάρσα, γιατί προτείνει  μια προοπτική για τα οποία οι υλικές βάσεις δεν υπάρχουν πλέον. Κατά τη διάρκεια των περιόδων άνθησης του καπιταλισμού, και ιδιαίτερα στην εποχή της μεταπολεμικής Φορντικής άνθησης, μια σχετική βελτίωση των συνθηκών ζωής και διαβίωσης,  ήταν δυνατή  στο πλαίσιο του καπιταλισμού, διότι η δυναμική ανάπτυξης της αξιοποίησης του κεφαλαίου,  επέφερε πιέσεις για την ενσωμάτωση αυξανόμενου αριθμού των ανθρώπων στο σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων και στην εκμετάλλευση της εργασίας. Δεδομένου ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι  έχουν καταστεί πλέον  «περιττοί» σύμφωνα με τη λογική  του κεφαλαίου, η λειτουργία της «πολιτικής μεταρρύθμισης» περιορίζεται πλέον στην οργάνωση και την προώθηση του αυξανόμενου κοινωνικού  και περιφερειακού  κατακερματισμού της κοινωνίας. Αυτή η τάση θα γίνει περισσότερο εμφανής στην περαιτέρω ανάπτυξη της κρίσης. Μια νέα προοπτική για την κοινωνική χειραφέτηση δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί με  συνεπή αντίθεση στις καταστροφικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης: μέσω της   συνεπούς προσπάθειας να καταστούν τόσο ο υλικός πλούτος όσο και οι πνευματικές απολαβές, προσβάσιμες για όλους. Αυτό ισχύει τόσο για τους αγώνες  για τους μισθούς και την εργασία, όπως και για εκείνους που στοχεύουν στην άμεση, συλλογική οικειοποίηση των κοινωνικών πόρων (μέσα παραγωγής, στέγαση, πολιτιστικοί και κοινωνικοί χώροι κλπ.). Όσο ο υλικός πλούτος εννοείται μόνο στη μορφή της  εμπορευματικής αξίας και η πρόσβαση σε αυτόν φαίνεται δυνατή μόνο μέσω του  χρήματος, οι περιορισμοί και οι παραλογισμοί  αυτής της μορφής θα θεωρούνται τελικά ως προαπαιτούμενοι και θα γίνονται αποδεκτοί. Με αυτόν τον τρόπο μεγάλης κλίμακας κλεισίματα  εγκαταστάσεων παραγωγής, στις οποίες παράγονται χρήσιμα και λογικά πράγματα (όπως καλό φαγητό),  φαίνονται «αναπόφευκτα», ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν μέχρις εσχάτων αγώνες  για να συνεχίζεται  και να επεκτείνεται η  παραγωγή  αυτοκινήτων, παρότι  τα αποτελέσματά τους στην καταστροφή του κλίματος,   είναι ευρέως γνωστά εδώ και καιρό. Αυτό εμποδίζει τη μόνη διέξοδο από την καταστροφική πορεία της  εμπορευματικής κοινωνίας, μια διαδικασία που ξεκινά από τα κεφάλια μας, και συνεχίζεται φυσικά  με τις δράσεις μας. Καθήκον μας είναι να σπάσει αυτό το εμπόδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου