Μιλάμε τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά για φαινόμενα και
διαδικασίες «εκφασισμού». Η διατύπωση αντιστοιχεί σε ένα
απειλητικό ορίζοντα και σε πολιτικές που τον φέρνουν κοντά,
απαιτεί όμως μια πιο προσεκτική εξέταση, καθώς εμπεριέχει
ένα κίνδυνο. Μπορεί δηλαδή να δώσει την εσφαλμένη εντύπωση
μιας γραμμικής εξέλιξης. Δεν «γίνεται η κοινωνία φασιστική»,
δεν πρόκειται για μια εγγενή δυναμική του καπιταλισμού. Ο
φασισμός δεν είναι αποτέλεσμα μιας «πορείας των πραγμάτων»
ούτε ενός αυτοματισμού που προκύπτει από τις οικονομικές
σχέσεις.
του Γεράσιμου Κουζέλη πηγή εφ. Εποχή.
Η απειλή που διαγράφεται στο σημερινό ορίζοντα είναι η απειλή επιβολής ενός καθεστώτος. Η επιβολή αυτή αποτελεί τον στόχο συγκεκριμένων δυνάμεων. Επιδιώκεται η επιβολή φασιστικού καθεστώτος. Και επιδιώκεται από δυνάμεις συντονισμένες και ήδη οργανωμένες σε ένα κίνημα, πράγμα που έχει καθοριστική σημασία.
Οι φασιστικές δυνάμεις συγκροτούνται και ενισχύονται από μια συγκεκριμένη συνάρθρωση λόγων και πρακτικών – ιδεολογιών δηλαδή και μορφών δράσης ή άσκησης εξουσίας. Κεντρικός άξονας αυτής της συνάρθρωσης είναι η αμφισβήτηση της δημοκρατίας ως τρόπου οργάνωσης των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων.
Η αμφισβήτηση της δημοκρατίας
Ο φασισμός σημαίνει επομένως ανατροπή της δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι απέναντί του – με όλες τις πολιτικές συνέπειες που έχει αυτός ο ορισμός του κρίσιμου ζεύγους της αντίθεσης.
Αλλά η φασιστική ανατροπή της δημοκρατίας επιδιώκεται και επιβάλλεται στη βάση μιας κοινωνικής συμμαχίας, δηλαδή με μαζική υποστήριξη. Εδώ έγκειται η κατά τον Πουλαντζά κρισιμότερη διαφορά από τη δικτατορία. Εδώ όμως βρίσκεται και η σημασία της υποστήριξης που δέχεται, που μέχρι τώρα εξασφάλισε η σημερινή φασιστική συμμορία στην Ελλάδα, η σημασία της επίγνωσης ότι και η επιφανειακή συμπόρευση μαζί της, ακόμα και η ανοχή της, τροφοδοτούν τη δυναμική φασιστικής ανατροπής της δημοκρατίας. Έτσι φτιάχνεται το φασιστικό κίνημα, έτσι το γνωρίσαμε να φτιάχνεται στο μεσοπόλεμο, μέχρι να καταλάβει την εξουσία.
Η κοινωνική συμμαχία αναφέρεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα που τροφοδοτούν περισσότερο, εκπροσωπούνται αμεσότερα, εκφράζονται σαφέστερα και βεβαίως ενισχύονται από τη φασιστική δράση και μέσω του φασιστικού λόγου. Πρόκειται κυρίως για την παραδοσιακή και κυρίως τη νέα μικροαστική τάξη. Η ασταθής κοινωνική θέση της, η διαρκώς υπό αίρεση, αν και τυπικά ισχυρή, πολιτική της εκπροσώπηση και βεβαίως ιδιαίτερα ο κοινωνικά κυρίαρχος αλλά συμβολικά πάντα απαξιωμένος δικός της τρόπος βίωσης της πραγματικότητας, η δική της ιδεολογία, οδηγούν τμήματα της μικροαστικής τάξης στη συγκρότηση του κεντρικού κορμού των φασιστικών κινημάτων.
Η φασιστική δυναμική τροφοδοτείται (τώρα, όπως και στο μεσοπόλεμο) από την οικονομική κρίση. Γιατί η οικονομική κρίση είναι ταυτοχρόνως πολιτική και κοινωνική και μάλιστα πρωτίστως και πρωταρχικά τέτοια· υπό μια ισχυρή έννοια η οικονομική προήλθε από την πολιτική, από τη ριζική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων και την επιβολή ενός «μονοδιάστατου» κόσμου. Δεν πρόκειται όμως για μια σχέση νομοτελειακή και δεν θα πρέπει να την αφήσουμε να γίνει, να επιτρέψουμε δηλαδή τη διοχέτευση του δυναμικού που προκύπτει από τις συνέπειες της κρίσης, από την απαξίωση του κυρίαρχου κόσμου, στη φασιστική προοπτική. Ότι η σχέση κρίσης και φασισμού δεν είναι δεσμευτική ή νομοτελειακή σημαίνει μεν ότι δεν είναι δεδομένο πως κάθε οικονομική κρίση επιφέρει την ανάδειξη ή ενίσχυση του φασισμού, αλλά (δυστυχώς) σημαίνει και ότι η φασιστική επίθεση δεν θα εξαφανιστεί αυτόματα με την όποια, έστω και δυσδιάκριτη σήμερα, υπέρβαση της κρίσης. Ο αγώνας είναι επομένως αναγκαστικά διττός, ενάντια στην κρίση και ενάντια στο φασισμό.
Φασισμός και κρίση
Αν η κρίση τροφοδοτεί μέσω ενός ιδιαίτερα ισχυρού μηχανισμού το φασισμό, αυτός είναι η καλλιέργεια απογοήτευσης από τον τρόπο λειτουργίας και επίλυσης προβλημάτων των δημοκρατικών θεσμών και διεργασιών. Υπό συνθήκες οξυμένης κρίσης, όπως τη βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, η ακραία απογοήτευση από την αστική, την κοινοβουλευτική δημοκρατία διοχετεύεται σε τόσο μεγάλο βαθμό προς το φασιστικό δυναμικό εξαιτίας της έλλειψης προοπτικής. Η φασιστική απόρριψη της δημοκρατίας τρέφεται από την απόγνωση. Η πλήρης απουσία πραγματικής διεξόδου, εναλλακτικής πορείας, που τόσο κοντόφθαλμα, εγκληματικά, καλλιεργείται από τα μέσα και τις αστικές δυνάμεις για να αποσείσουν τον κίνδυνο της αριστεράς, μεταφράζεται σε ανικανότητα των θεσμών και διαδικασιών που συγκροτεί και θέτει σε κίνηση η δημοκρατία να προσφέρουν ορατή και πειστική λύση.
Αυτός είναι άλλωστε ο κίνδυνος του μηδενισμού. Η αριστερά είναι υποχρεωμένη, ιδιαίτερα εντός της κρίσης, να έχει πρόγραμμα διεξόδου, να προτείνει ρεαλιστικές, βιώσιμες λύσεις, να δείχνει συγκεκριμένες προοπτικές. Ο φασισμός δεν έχει και δεν χρειάζεται πρόγραμμα. Όταν και αν, ενισχυμένος από την απόγνωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, καταλάβει την εξουσία θα υλοποιήσει το άρρητο πρόγραμμα των εξοντώσεων, του ολοκαυτώματος, των στρατοπέδων. Γι αυτό άλλωστε οι εκπρόσωποι και προπαγανδιστές του φασισμού δεν λένε κάτι, δεν λένε ποια διέξοδο βλέπουν αλλά ούτε και τι θέλουν να κάνουν, λογοκρίνοντας τους κρυφούς σκοπούς τους.
Οι φασιστικές δυνάμεις τροφοδοτούνται από στοιχεία που οξύνονται μέσα στην οικονομική κρίση αλλά προϋπάρχουν στην αστική οργάνωση της κοινωνίας, τη χαρακτηρίζουν. Με αυτή την έννοια, κατά τη γνωστή ρήση του Χόρκχάιμερ, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό θα πρέπει να σωπαίνει και για το φασισμό». Εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας αναδεικνύονται τα φαινόμενα και οι δυνάμεις που οργανώνονται και επενδύονται στον φασισμό, οι δυνάμεις που τον τροφοδοτούν. Και είναι αυτές ακριβώς οι δυνάμεις κι αυτά ακριβώς τα φαινόμενα που πρέπει να διακρίνουμε και να ελέγξουμε τώρα, αυτά πρέπει να πολεμήσουμε. Να δούμε τι τροφοδοτεί τον νεοναζισμό και να αγωνιστούμε για την αποκοπή των δεσμών που εξυφαίνονται, των λόγων που νομιμοποιούνται, των σημασιών που αποδίδονται, των πολιτικών που οργανώνουν. Να αποτρέψουμε ό,τι απειλητικό εξυφαίνεται σε σχολεία και γυμναστήρια, με τη συστηματική απαξίωση της πολιτικής, με τη διαφθορά και την ατιμωρησία, με τη διαρκή και ήδη «τετριμμένη» παραβίαση του συντάγματος, με τα φαινόμενα άκρατου αυταρχισμού που πλέον συναντάμε καθημερινά.
Τροφοδότες του φασισμού
Είπα ήδη ότι ο φασισμός συνίσταται σε λόγους και πρακτικές αμφισβήτησης, αποσταθεροποίησης και ανατροπής της δημοκρατίας, σε πρακτικούς λόγους με την πιο εμφατική δυνατή έννοια: αφενός άμεσα επιτελεστικούς (καλούν σε δράση: «εκτελέστε τους») και αφετέρου άμεσα οργανωτικούς (φτιάχνουν το κίνημα που θα δράσει αναλαμβάνοντας εκτελέσεις).
Πρόκειται για λόγους και πρακτικές που συναρθρώνονται εκεί όπου τέμνονται –εν μέρει ανεξάρτητες μεταξύ τους– γραμμές, εκεί όπου συναντώνται, αλληλοσυμπληρώνονται και συνυφαίνονται σε ένα γερό και απειλητικό παλαμάρι τα νήματα μιας σειράς «ισμών», που πρέπει να αντιμετωπίσουμε συστηματικά. Στους λόγους και τις πρακτικές που τροφοδοτούν τη φασιστική επίθεση, κεντρική θέση κατέχουν:
α. Οι κάθε λογής ρατσισμοί – στον πληθυντικό, γιατί πρόκειται για ένα ολόκληρο φάσμα. Το αντικείμενο εφαρμογής του ρατσισμού μετατίθεται ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με την πίεση της κοινωνικά επιβαλλόμενης λογοκρισίας, ανάλογα με τα περιθώρια ανοχής της ρατσιστικής θεμελίωσης υφιστάμενων κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων – κάτι που ισχύει και για τα επόμενα είδη λόγου. Έτσι, στα ελληνικά δεδομένα, οι μαύροι έγιναν αντικείμενο ρατσιστικής επίθεσης, ενώ δεν ήταν παλαιότερα, οι μετανάστες χωρίστηκαν σε «λαθρο»μετανάστες και «νόμιμους», οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ο επόμενος στόχος και η επιλεκτική επικέντρωση συνεχίζεται διαλυτικά για το κοινωνικό σώμα και τις αντιστάσεις του - ενώ βέβαια οι γυναίκες και ό,τι εκπροσωπεί το γυναικείο φύλο παραμένουν σταθεροί στόχοι ρατσιστικής επίθεσης και με ευκολία εξασφάλισης αποδοχής.
β. Ο αντισημιτισμός. Είναι λόγος, στάση και πολιτική με βαθιές ρίζες και ανάλογα αίτια, συνδεδεμένα με τη δομή της κοινωνίας και την ιδεολογική της θεμελίωση. Αλλά είναι και λόγος, στάση και πολιτική που διαρκώς ανανεώνεται, εκσυγχρονίζεται και επενδύεται στη νομιμοποίηση κάθε παρούσας κοινωνικής ασυμμετρίας, στην απόκρυψη των κρίσιμων σχέσεων, των αποφασιστικών συμφερόντων, των ουσιαστικότερων ανισοτήτων. Και βεβαίως είναι λόγος, στάση και πολιτική που εύκολα αποπροσανατολίζει την κριτική, εξίσου εύκολα μεταμφιέζεται σε ζήτημα πίστης ή δήθεν διεθνοπολιτικής εκτίμησης και ακόμα πιο εύκολα επιτρέπει την απελευθέρωση και φασιστική προβολική αξιοποίηση απωθημένων φόβων, εχθρότητας, φθόνου και συναισθημάτων μειονεκτικότητας. Αν και φαινομενικά πρόκειται για μια επιμέρους μόνο διάσταση, ο αντισημιτισμός υπήρξε πάντα -και παραμένει- ο ισχυρός κρίκος του φασιστικού λόγου, ο άρρητος αφηγηματικός ιστός, που αντικαθιστά την πραγματική πλοκή, το υποφώσκον μοτίβο που επιτρέπει στον αποδέκτη του φασιστικού λόγου να αποκωδικοποιήσει τον υπαινιγμό: πίσω από όλα κρύβεται πάντα ο εβραίος·
Ολοκληρωτισμός και αυταρχισμός
γ. Όλες οι εκφάνσεις του ολοκληρωτισμού. Εννοώ τον ολοκληρωτισμό κυριολεκτικά, συμπεριλαμβάνοντας κάθε λόγο που αξιώνει με απόλυτο τρόπο τον ριζικό περιορισμό των δυνατοτήτων, των εναλλακτικών λύσεων, της διαφορετικής σκέψης. Εννοώ επομένως όχι μόνο την απειλητική και συνάμα κοινότοπη επίκληση του «ένας δικτάτορας μας χρειάζεται», αλλά και τον αποκλεισμό κάθε εναλλακτικής δυνατότητας στη νεοφιλελεύθερα προδιαγραμμένη, υποτίθεται αυτονόητη, πορεία των πραγμάτων, στο «έτσι έχουν τα πράγματα», στην περιγραφή του παρόντος ως απόλυτα δεδομένου, αναμφισβήτητου και αμετάβλητου. Εννοώ όμως και εκείνο τον ολοκληρωτισμό που αναπαράγεται στην κενολογία των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων (η κενολογία των φασιστών είναι πρόγραμμα), εκείνων που δεν λένε τίποτα, ώστε να μην είναι ορατό κανένα διακύβευμα, σαν τίποτα να μην «παίζεται», ώστε να μην υπάρχει τίποτα να αμφισβητηθεί, να ελεγχθεί κριτικά, κανένας ορίζοντας. Και έτσι ήταν όλα τα τελευταία χρόνια ο λόγος των πολιτικών, έτσι είναι και σήμερα: κενός περιεχομένου και πολλαπλά ακατάληπτος (τα οικονομικά ως κλειστός λόγος), αποφθεγματική έκθεση δεδομένων, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς ερωτήματα.
δ. Οι ακόμα ευρύτερα διαδεδομένες, πολλαπλές όψεις του αυταρχισμού. Εδώ ανήκει ο αυταρχισμός της καταστολής, η ασυγκράτητη και ανεξέλεγκτη άσκηση βίας κατά των πολιτών, με την ανοχή των αρχών, με συναίνεση στην αποσιώπηση, με το θράσος της απαλλαγής των υπευθύνων, με την διαρκή ενίσχυση των πιο επιθετικών μορφών και φορέων της – ό,τι δηλαδή ζούμε στην καθημερινότητά μας ως ψευδή δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια.
Εδώ ανήκει και ο αυταρχισμός του πολιτικού ανεξέλεγκτου, της άρνησης λογοδοσίας προς την κοινωνία αλλά και προς τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους, της απαξίωσης της βουλής και συχνά της πλήρους εξουδετέρωσης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ελέγχου, της παραβίασης του διαχωρισμού των εξουσιών και του συντάγματος με τη διακυβέρνηση δια διαταγμάτων σε προσομοίωση της κατάστασης εξαίρεσης – αυτός είναι ο αυταρχισμός του κυβερνητικού «έτσι θέλω».
Εδώ ανήκει επίσης ο αυταρχισμός της ανευθυνότητας και του ατιμώρητου όσων εκπροσωπούν τον κορμό των πολιτειακών θεσμών, μελών της κυβέρνησης, της κρατικής και τοπικής διοίκησης, της εκκλησίας, των κεντρικών μηχανισμών – κανένας δεν θίγεται, κανένας δεν τιμωρείται, κανένας δεν αισθάνεται και δεν δηλώνει ευθύνη μετά από τα τόσα σκάνδαλα, μέσα στην τόση διαφθορά και μάλιστα, σήμερα, με το φασισμό στο προσκήνιο (υπουργοί, αρχηγοί κομμάτων που «ξεχνάνε», που χαμογελάνε αδιάφορα) – αυτός είναι ο αυταρχισμός του καθεστωτικού «αφού μπορώ»·
Εδώ ανήκει όμως και ο αυταρχισμός της καθημερινότητας, ο μισαλλόδοξος αυταρχισμός της μικροαστικής μικρο-εξουσίας, εκείνου του ανεξέλεγκτου που διατηρείται και εκτρέφεται για να νομιμοποιήσει, στο μοτίβο του «έτσι είναι ο Έλληνας», την αστική θεσμική αυθαιρεσία – που σήμερα μάλιστα προβάλλεται ως δήθεν «ανομία», για να συγκαλύψει την πραγματική κατάλυση των δημοκρατικών αρχών κοινωνικής συμβίωσης. Κι ακόμα, εδώ θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τον αυταρχισμό της ανδροκρατίας, του υποβιβασμού και του πολιτισμικού-πολιτικού αποκλεισμού των γυναικών, έναν αυταρχισμό εν τέλει «πρωτόγονο», καθώς σε τελευταία ανάλυση εδραιώνεται στη σωματική ρώμη και στη φαντασίωση της φαλλοκρατικής δύναμης.
Εθνοκεντρισμός
ε. Ο εθνοκεντρισμός, στον οποίο επανεμφανίζονται οι περισσότερες από τις παραπάνω διαστάσεις, και ο οποίος αποτελεί τον κεντρικό κορμό του φασιστικού λόγου. Η ερμηνεία και βίωση του κόσμου από τη σκοπιά ενός διακριτού, αξιακά φορτισμένου και μεταφυσικά εξιδανικευμένου «εμείς», ενός «εμείς» συγκροτημένου κατ’ αντιπαράθεση προς την εκάστοτε ετερότητα, τον εκάστοτε άλλο, τον εκάστοτε ξένο, τον εκάστοτε διαφορετικό, τον ήδη πάντα δυνάμει εχθρό, αυτή η κοσμοθεωρητική στάση βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο κάθε φασιστικής αξίωσης. Εντός αυτού του πλαισίου το έθνος είναι η πρωταρχική αρχή οργάνωσης, ο γνώμονας του φασιστικού λόγου.
Πρόκειται για ένα έθνος μυθικό και κυρίως φαινομενικά αταξικό, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις, χωρίς εσωτερικές ρήξεις και ρωγμές. Το παιχνίδι με το ποιος ανήκει σε αυτό, με το ποιος το απειλεί, ποιος πραγματικά το εκφράζει, ποιος είναι στο εσωτερικό του και ποιος έχει βγει ή πρέπει να βγει απέξω, αυτό το αφελές –αλλά για αυτό και πιο επικίνδυνο– παιχνίδι είναι ο βασικός μηχανισμός παραγωγής φασιστικού υλικού. Οι ορισμοί του μεταβάλλονται, όπως και τα περιεχόμενά του ανάλογα με την ιστορική και πολιτική συγκυρία –όπως μεταβάλλεται και η απέναντι ταυτότητα, ο προς εξολόθρευση εχθρός, ο μη ανήκων άλλος, ανάλογα μα το ποια ασθενέστερη και ευάλωτη ομάδα αποδεικνύεται ευκολότερο και πιο αποδεκτό θύμα– και μεταβάλλονται παρά τη ρητορική εμμονή σε ακατάλυτους δεσμούς και ακλόνητες ρίζες. Εξάλλου, καθόλου δεν δυσκολεύεται ο φασισμός να πουλάει το έθνος, όταν αυτό υπαγορεύεται από το σκοτεινό πυρήνα της εξολόθρευσης.
Αυτές είναι δυνάμεις που ενυπάρχουν στο αστικό καθεστώς, δυνάμεις που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική πολιτική όπως και την καπιταλιστική καθημερινότητα. Πρόκειται όμως για δυνάμεις που ενισχύονται καταλυτικά από τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών, την αδιαμεσολάβητη άσκηση κατασταλτικής εξουσίας και την χωρίς φραγμούς εκμετάλλευση που επέβαλαν την κρίση και επιβλήθηκαν μέσω αυτής. Πρόκειται ταυτοχρόνως για δυνάμεις που οξύνονται υπό το καθεστώς έλλειψης προοπτικής που επιβάλλει η οικονομική κρίση και που έτσι εντέλει τροφοδοτούν άμεσα το φασισμό. Η σύνθεσή τους όμως, η συνύφανση και συνάρθρωσή τους πυροδοτείται από την πρακτική αμφισβήτηση, από την άρση της δημοκρατίας. Αυτή είναι η γραμμή άμυνας: αγωνιζόμαστε για την ταυτόχρονη διασφάλιση, εμβάθυνση και ανασημασιοδότηση της δημοκρατίας.
του Γεράσιμου Κουζέλη πηγή εφ. Εποχή.
Η απειλή που διαγράφεται στο σημερινό ορίζοντα είναι η απειλή επιβολής ενός καθεστώτος. Η επιβολή αυτή αποτελεί τον στόχο συγκεκριμένων δυνάμεων. Επιδιώκεται η επιβολή φασιστικού καθεστώτος. Και επιδιώκεται από δυνάμεις συντονισμένες και ήδη οργανωμένες σε ένα κίνημα, πράγμα που έχει καθοριστική σημασία.
Οι φασιστικές δυνάμεις συγκροτούνται και ενισχύονται από μια συγκεκριμένη συνάρθρωση λόγων και πρακτικών – ιδεολογιών δηλαδή και μορφών δράσης ή άσκησης εξουσίας. Κεντρικός άξονας αυτής της συνάρθρωσης είναι η αμφισβήτηση της δημοκρατίας ως τρόπου οργάνωσης των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων.
Η αμφισβήτηση της δημοκρατίας
Ο φασισμός σημαίνει επομένως ανατροπή της δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι απέναντί του – με όλες τις πολιτικές συνέπειες που έχει αυτός ο ορισμός του κρίσιμου ζεύγους της αντίθεσης.
Αλλά η φασιστική ανατροπή της δημοκρατίας επιδιώκεται και επιβάλλεται στη βάση μιας κοινωνικής συμμαχίας, δηλαδή με μαζική υποστήριξη. Εδώ έγκειται η κατά τον Πουλαντζά κρισιμότερη διαφορά από τη δικτατορία. Εδώ όμως βρίσκεται και η σημασία της υποστήριξης που δέχεται, που μέχρι τώρα εξασφάλισε η σημερινή φασιστική συμμορία στην Ελλάδα, η σημασία της επίγνωσης ότι και η επιφανειακή συμπόρευση μαζί της, ακόμα και η ανοχή της, τροφοδοτούν τη δυναμική φασιστικής ανατροπής της δημοκρατίας. Έτσι φτιάχνεται το φασιστικό κίνημα, έτσι το γνωρίσαμε να φτιάχνεται στο μεσοπόλεμο, μέχρι να καταλάβει την εξουσία.
Η κοινωνική συμμαχία αναφέρεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα που τροφοδοτούν περισσότερο, εκπροσωπούνται αμεσότερα, εκφράζονται σαφέστερα και βεβαίως ενισχύονται από τη φασιστική δράση και μέσω του φασιστικού λόγου. Πρόκειται κυρίως για την παραδοσιακή και κυρίως τη νέα μικροαστική τάξη. Η ασταθής κοινωνική θέση της, η διαρκώς υπό αίρεση, αν και τυπικά ισχυρή, πολιτική της εκπροσώπηση και βεβαίως ιδιαίτερα ο κοινωνικά κυρίαρχος αλλά συμβολικά πάντα απαξιωμένος δικός της τρόπος βίωσης της πραγματικότητας, η δική της ιδεολογία, οδηγούν τμήματα της μικροαστικής τάξης στη συγκρότηση του κεντρικού κορμού των φασιστικών κινημάτων.
Η φασιστική δυναμική τροφοδοτείται (τώρα, όπως και στο μεσοπόλεμο) από την οικονομική κρίση. Γιατί η οικονομική κρίση είναι ταυτοχρόνως πολιτική και κοινωνική και μάλιστα πρωτίστως και πρωταρχικά τέτοια· υπό μια ισχυρή έννοια η οικονομική προήλθε από την πολιτική, από τη ριζική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων και την επιβολή ενός «μονοδιάστατου» κόσμου. Δεν πρόκειται όμως για μια σχέση νομοτελειακή και δεν θα πρέπει να την αφήσουμε να γίνει, να επιτρέψουμε δηλαδή τη διοχέτευση του δυναμικού που προκύπτει από τις συνέπειες της κρίσης, από την απαξίωση του κυρίαρχου κόσμου, στη φασιστική προοπτική. Ότι η σχέση κρίσης και φασισμού δεν είναι δεσμευτική ή νομοτελειακή σημαίνει μεν ότι δεν είναι δεδομένο πως κάθε οικονομική κρίση επιφέρει την ανάδειξη ή ενίσχυση του φασισμού, αλλά (δυστυχώς) σημαίνει και ότι η φασιστική επίθεση δεν θα εξαφανιστεί αυτόματα με την όποια, έστω και δυσδιάκριτη σήμερα, υπέρβαση της κρίσης. Ο αγώνας είναι επομένως αναγκαστικά διττός, ενάντια στην κρίση και ενάντια στο φασισμό.
Φασισμός και κρίση
Αν η κρίση τροφοδοτεί μέσω ενός ιδιαίτερα ισχυρού μηχανισμού το φασισμό, αυτός είναι η καλλιέργεια απογοήτευσης από τον τρόπο λειτουργίας και επίλυσης προβλημάτων των δημοκρατικών θεσμών και διεργασιών. Υπό συνθήκες οξυμένης κρίσης, όπως τη βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, η ακραία απογοήτευση από την αστική, την κοινοβουλευτική δημοκρατία διοχετεύεται σε τόσο μεγάλο βαθμό προς το φασιστικό δυναμικό εξαιτίας της έλλειψης προοπτικής. Η φασιστική απόρριψη της δημοκρατίας τρέφεται από την απόγνωση. Η πλήρης απουσία πραγματικής διεξόδου, εναλλακτικής πορείας, που τόσο κοντόφθαλμα, εγκληματικά, καλλιεργείται από τα μέσα και τις αστικές δυνάμεις για να αποσείσουν τον κίνδυνο της αριστεράς, μεταφράζεται σε ανικανότητα των θεσμών και διαδικασιών που συγκροτεί και θέτει σε κίνηση η δημοκρατία να προσφέρουν ορατή και πειστική λύση.
Αυτός είναι άλλωστε ο κίνδυνος του μηδενισμού. Η αριστερά είναι υποχρεωμένη, ιδιαίτερα εντός της κρίσης, να έχει πρόγραμμα διεξόδου, να προτείνει ρεαλιστικές, βιώσιμες λύσεις, να δείχνει συγκεκριμένες προοπτικές. Ο φασισμός δεν έχει και δεν χρειάζεται πρόγραμμα. Όταν και αν, ενισχυμένος από την απόγνωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, καταλάβει την εξουσία θα υλοποιήσει το άρρητο πρόγραμμα των εξοντώσεων, του ολοκαυτώματος, των στρατοπέδων. Γι αυτό άλλωστε οι εκπρόσωποι και προπαγανδιστές του φασισμού δεν λένε κάτι, δεν λένε ποια διέξοδο βλέπουν αλλά ούτε και τι θέλουν να κάνουν, λογοκρίνοντας τους κρυφούς σκοπούς τους.
Οι φασιστικές δυνάμεις τροφοδοτούνται από στοιχεία που οξύνονται μέσα στην οικονομική κρίση αλλά προϋπάρχουν στην αστική οργάνωση της κοινωνίας, τη χαρακτηρίζουν. Με αυτή την έννοια, κατά τη γνωστή ρήση του Χόρκχάιμερ, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό θα πρέπει να σωπαίνει και για το φασισμό». Εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας αναδεικνύονται τα φαινόμενα και οι δυνάμεις που οργανώνονται και επενδύονται στον φασισμό, οι δυνάμεις που τον τροφοδοτούν. Και είναι αυτές ακριβώς οι δυνάμεις κι αυτά ακριβώς τα φαινόμενα που πρέπει να διακρίνουμε και να ελέγξουμε τώρα, αυτά πρέπει να πολεμήσουμε. Να δούμε τι τροφοδοτεί τον νεοναζισμό και να αγωνιστούμε για την αποκοπή των δεσμών που εξυφαίνονται, των λόγων που νομιμοποιούνται, των σημασιών που αποδίδονται, των πολιτικών που οργανώνουν. Να αποτρέψουμε ό,τι απειλητικό εξυφαίνεται σε σχολεία και γυμναστήρια, με τη συστηματική απαξίωση της πολιτικής, με τη διαφθορά και την ατιμωρησία, με τη διαρκή και ήδη «τετριμμένη» παραβίαση του συντάγματος, με τα φαινόμενα άκρατου αυταρχισμού που πλέον συναντάμε καθημερινά.
Τροφοδότες του φασισμού
Είπα ήδη ότι ο φασισμός συνίσταται σε λόγους και πρακτικές αμφισβήτησης, αποσταθεροποίησης και ανατροπής της δημοκρατίας, σε πρακτικούς λόγους με την πιο εμφατική δυνατή έννοια: αφενός άμεσα επιτελεστικούς (καλούν σε δράση: «εκτελέστε τους») και αφετέρου άμεσα οργανωτικούς (φτιάχνουν το κίνημα που θα δράσει αναλαμβάνοντας εκτελέσεις).
Πρόκειται για λόγους και πρακτικές που συναρθρώνονται εκεί όπου τέμνονται –εν μέρει ανεξάρτητες μεταξύ τους– γραμμές, εκεί όπου συναντώνται, αλληλοσυμπληρώνονται και συνυφαίνονται σε ένα γερό και απειλητικό παλαμάρι τα νήματα μιας σειράς «ισμών», που πρέπει να αντιμετωπίσουμε συστηματικά. Στους λόγους και τις πρακτικές που τροφοδοτούν τη φασιστική επίθεση, κεντρική θέση κατέχουν:
α. Οι κάθε λογής ρατσισμοί – στον πληθυντικό, γιατί πρόκειται για ένα ολόκληρο φάσμα. Το αντικείμενο εφαρμογής του ρατσισμού μετατίθεται ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με την πίεση της κοινωνικά επιβαλλόμενης λογοκρισίας, ανάλογα με τα περιθώρια ανοχής της ρατσιστικής θεμελίωσης υφιστάμενων κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων – κάτι που ισχύει και για τα επόμενα είδη λόγου. Έτσι, στα ελληνικά δεδομένα, οι μαύροι έγιναν αντικείμενο ρατσιστικής επίθεσης, ενώ δεν ήταν παλαιότερα, οι μετανάστες χωρίστηκαν σε «λαθρο»μετανάστες και «νόμιμους», οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ο επόμενος στόχος και η επιλεκτική επικέντρωση συνεχίζεται διαλυτικά για το κοινωνικό σώμα και τις αντιστάσεις του - ενώ βέβαια οι γυναίκες και ό,τι εκπροσωπεί το γυναικείο φύλο παραμένουν σταθεροί στόχοι ρατσιστικής επίθεσης και με ευκολία εξασφάλισης αποδοχής.
β. Ο αντισημιτισμός. Είναι λόγος, στάση και πολιτική με βαθιές ρίζες και ανάλογα αίτια, συνδεδεμένα με τη δομή της κοινωνίας και την ιδεολογική της θεμελίωση. Αλλά είναι και λόγος, στάση και πολιτική που διαρκώς ανανεώνεται, εκσυγχρονίζεται και επενδύεται στη νομιμοποίηση κάθε παρούσας κοινωνικής ασυμμετρίας, στην απόκρυψη των κρίσιμων σχέσεων, των αποφασιστικών συμφερόντων, των ουσιαστικότερων ανισοτήτων. Και βεβαίως είναι λόγος, στάση και πολιτική που εύκολα αποπροσανατολίζει την κριτική, εξίσου εύκολα μεταμφιέζεται σε ζήτημα πίστης ή δήθεν διεθνοπολιτικής εκτίμησης και ακόμα πιο εύκολα επιτρέπει την απελευθέρωση και φασιστική προβολική αξιοποίηση απωθημένων φόβων, εχθρότητας, φθόνου και συναισθημάτων μειονεκτικότητας. Αν και φαινομενικά πρόκειται για μια επιμέρους μόνο διάσταση, ο αντισημιτισμός υπήρξε πάντα -και παραμένει- ο ισχυρός κρίκος του φασιστικού λόγου, ο άρρητος αφηγηματικός ιστός, που αντικαθιστά την πραγματική πλοκή, το υποφώσκον μοτίβο που επιτρέπει στον αποδέκτη του φασιστικού λόγου να αποκωδικοποιήσει τον υπαινιγμό: πίσω από όλα κρύβεται πάντα ο εβραίος·
Ολοκληρωτισμός και αυταρχισμός
γ. Όλες οι εκφάνσεις του ολοκληρωτισμού. Εννοώ τον ολοκληρωτισμό κυριολεκτικά, συμπεριλαμβάνοντας κάθε λόγο που αξιώνει με απόλυτο τρόπο τον ριζικό περιορισμό των δυνατοτήτων, των εναλλακτικών λύσεων, της διαφορετικής σκέψης. Εννοώ επομένως όχι μόνο την απειλητική και συνάμα κοινότοπη επίκληση του «ένας δικτάτορας μας χρειάζεται», αλλά και τον αποκλεισμό κάθε εναλλακτικής δυνατότητας στη νεοφιλελεύθερα προδιαγραμμένη, υποτίθεται αυτονόητη, πορεία των πραγμάτων, στο «έτσι έχουν τα πράγματα», στην περιγραφή του παρόντος ως απόλυτα δεδομένου, αναμφισβήτητου και αμετάβλητου. Εννοώ όμως και εκείνο τον ολοκληρωτισμό που αναπαράγεται στην κενολογία των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων (η κενολογία των φασιστών είναι πρόγραμμα), εκείνων που δεν λένε τίποτα, ώστε να μην είναι ορατό κανένα διακύβευμα, σαν τίποτα να μην «παίζεται», ώστε να μην υπάρχει τίποτα να αμφισβητηθεί, να ελεγχθεί κριτικά, κανένας ορίζοντας. Και έτσι ήταν όλα τα τελευταία χρόνια ο λόγος των πολιτικών, έτσι είναι και σήμερα: κενός περιεχομένου και πολλαπλά ακατάληπτος (τα οικονομικά ως κλειστός λόγος), αποφθεγματική έκθεση δεδομένων, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς ερωτήματα.
δ. Οι ακόμα ευρύτερα διαδεδομένες, πολλαπλές όψεις του αυταρχισμού. Εδώ ανήκει ο αυταρχισμός της καταστολής, η ασυγκράτητη και ανεξέλεγκτη άσκηση βίας κατά των πολιτών, με την ανοχή των αρχών, με συναίνεση στην αποσιώπηση, με το θράσος της απαλλαγής των υπευθύνων, με την διαρκή ενίσχυση των πιο επιθετικών μορφών και φορέων της – ό,τι δηλαδή ζούμε στην καθημερινότητά μας ως ψευδή δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια.
Εδώ ανήκει και ο αυταρχισμός του πολιτικού ανεξέλεγκτου, της άρνησης λογοδοσίας προς την κοινωνία αλλά και προς τους ίδιους τους πολιτικούς εκπροσώπους, της απαξίωσης της βουλής και συχνά της πλήρους εξουδετέρωσης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών ελέγχου, της παραβίασης του διαχωρισμού των εξουσιών και του συντάγματος με τη διακυβέρνηση δια διαταγμάτων σε προσομοίωση της κατάστασης εξαίρεσης – αυτός είναι ο αυταρχισμός του κυβερνητικού «έτσι θέλω».
Εδώ ανήκει επίσης ο αυταρχισμός της ανευθυνότητας και του ατιμώρητου όσων εκπροσωπούν τον κορμό των πολιτειακών θεσμών, μελών της κυβέρνησης, της κρατικής και τοπικής διοίκησης, της εκκλησίας, των κεντρικών μηχανισμών – κανένας δεν θίγεται, κανένας δεν τιμωρείται, κανένας δεν αισθάνεται και δεν δηλώνει ευθύνη μετά από τα τόσα σκάνδαλα, μέσα στην τόση διαφθορά και μάλιστα, σήμερα, με το φασισμό στο προσκήνιο (υπουργοί, αρχηγοί κομμάτων που «ξεχνάνε», που χαμογελάνε αδιάφορα) – αυτός είναι ο αυταρχισμός του καθεστωτικού «αφού μπορώ»·
Εδώ ανήκει όμως και ο αυταρχισμός της καθημερινότητας, ο μισαλλόδοξος αυταρχισμός της μικροαστικής μικρο-εξουσίας, εκείνου του ανεξέλεγκτου που διατηρείται και εκτρέφεται για να νομιμοποιήσει, στο μοτίβο του «έτσι είναι ο Έλληνας», την αστική θεσμική αυθαιρεσία – που σήμερα μάλιστα προβάλλεται ως δήθεν «ανομία», για να συγκαλύψει την πραγματική κατάλυση των δημοκρατικών αρχών κοινωνικής συμβίωσης. Κι ακόμα, εδώ θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τον αυταρχισμό της ανδροκρατίας, του υποβιβασμού και του πολιτισμικού-πολιτικού αποκλεισμού των γυναικών, έναν αυταρχισμό εν τέλει «πρωτόγονο», καθώς σε τελευταία ανάλυση εδραιώνεται στη σωματική ρώμη και στη φαντασίωση της φαλλοκρατικής δύναμης.
Εθνοκεντρισμός
ε. Ο εθνοκεντρισμός, στον οποίο επανεμφανίζονται οι περισσότερες από τις παραπάνω διαστάσεις, και ο οποίος αποτελεί τον κεντρικό κορμό του φασιστικού λόγου. Η ερμηνεία και βίωση του κόσμου από τη σκοπιά ενός διακριτού, αξιακά φορτισμένου και μεταφυσικά εξιδανικευμένου «εμείς», ενός «εμείς» συγκροτημένου κατ’ αντιπαράθεση προς την εκάστοτε ετερότητα, τον εκάστοτε άλλο, τον εκάστοτε ξένο, τον εκάστοτε διαφορετικό, τον ήδη πάντα δυνάμει εχθρό, αυτή η κοσμοθεωρητική στάση βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο κάθε φασιστικής αξίωσης. Εντός αυτού του πλαισίου το έθνος είναι η πρωταρχική αρχή οργάνωσης, ο γνώμονας του φασιστικού λόγου.
Πρόκειται για ένα έθνος μυθικό και κυρίως φαινομενικά αταξικό, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις, χωρίς εσωτερικές ρήξεις και ρωγμές. Το παιχνίδι με το ποιος ανήκει σε αυτό, με το ποιος το απειλεί, ποιος πραγματικά το εκφράζει, ποιος είναι στο εσωτερικό του και ποιος έχει βγει ή πρέπει να βγει απέξω, αυτό το αφελές –αλλά για αυτό και πιο επικίνδυνο– παιχνίδι είναι ο βασικός μηχανισμός παραγωγής φασιστικού υλικού. Οι ορισμοί του μεταβάλλονται, όπως και τα περιεχόμενά του ανάλογα με την ιστορική και πολιτική συγκυρία –όπως μεταβάλλεται και η απέναντι ταυτότητα, ο προς εξολόθρευση εχθρός, ο μη ανήκων άλλος, ανάλογα μα το ποια ασθενέστερη και ευάλωτη ομάδα αποδεικνύεται ευκολότερο και πιο αποδεκτό θύμα– και μεταβάλλονται παρά τη ρητορική εμμονή σε ακατάλυτους δεσμούς και ακλόνητες ρίζες. Εξάλλου, καθόλου δεν δυσκολεύεται ο φασισμός να πουλάει το έθνος, όταν αυτό υπαγορεύεται από το σκοτεινό πυρήνα της εξολόθρευσης.
Αυτές είναι δυνάμεις που ενυπάρχουν στο αστικό καθεστώς, δυνάμεις που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική πολιτική όπως και την καπιταλιστική καθημερινότητα. Πρόκειται όμως για δυνάμεις που ενισχύονται καταλυτικά από τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών, την αδιαμεσολάβητη άσκηση κατασταλτικής εξουσίας και την χωρίς φραγμούς εκμετάλλευση που επέβαλαν την κρίση και επιβλήθηκαν μέσω αυτής. Πρόκειται ταυτοχρόνως για δυνάμεις που οξύνονται υπό το καθεστώς έλλειψης προοπτικής που επιβάλλει η οικονομική κρίση και που έτσι εντέλει τροφοδοτούν άμεσα το φασισμό. Η σύνθεσή τους όμως, η συνύφανση και συνάρθρωσή τους πυροδοτείται από την πρακτική αμφισβήτηση, από την άρση της δημοκρατίας. Αυτή είναι η γραμμή άμυνας: αγωνιζόμαστε για την ταυτόχρονη διασφάλιση, εμβάθυνση και ανασημασιοδότηση της δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου