«Μετά τις περιπέτειες του βιβλίου της ΣΤ’ Δημοτικού
(της κας Ρεπούση), στους αρμόδιους με τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων
κύκλους του υπουργείου Παιδείας και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, θα
μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι επικράτησε κάποιου είδους
ανησυχία και ταραχή. Πώς θα μπορούσε να είναι ευχάριστο το κλίμα που
άφησε πίσω του η περιπέτεια του βιβλίου αυτού, κλίμα που, για ορισμένα
πρόσωπα, είχε σημαντικό πολιτικό κόστος. Γνωρίζοντας τα παραπάνω, εύλογα
υποθέτουμε πως στην επιλογή του βιβλίου Ιστορίας (Γενικής Παιδείας) της
Γ’ Λυκείου, έπαιξε ρόλο ετούτη η κατάσταση: η αντικατάσταση του παλαιού
βιβλίου νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας δεν θα έπρεπε σε καμία
περίπτωση να προκαλέσει τα όσα προκάλεσε το αντίστοιχο του δημοτικού.
Αυτός ήταν, φαίνεται, ο λόγος που αναζητήθηκαν “σίγουρες” λύσεις, στην
εδώ περίσταση.
του Γιώργου Μαργαρίτη πηγή : Ριζοσπάστης
του Γιώργου Μαργαρίτη πηγή : Ριζοσπάστης
Το
“σίγουρο” εξαρτάται φυσικά από το πώς το αντιλαμβάνεται ο καθένας. Στην
προκειμένη περίπτωση, για να μην υπάρχουν δυσαρέσκειες, το βιβλίο
ανατέθηκε με βάση την αρχή της κομματικής πλειοψηφίας: στη συγγραφική
ομάδα κυριαρχούν στελέχη και συνεργάτες των δύο οργανισμών που φέρουν το
όνομα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (Ιδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή και
Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή).
Τα
ιδρύματα που φέρουν το όνομα μεγάλων πολιτικών ανδρών της τρέχουσας
ελληνικής ιστορίας είναι εξαιρετικά δραστήρια στις μέρες μας είτε το
τιμώμενο στον τίτλο τους πρόσωπο έχει αποβιώσει, είτε όταν (στην
περίπτωση του ιδρύματος Μητσοτάκη) βρίσκεται εν ζωή. Ασχολούνται
προφανώς με την πολιτική και ως εκ τούτου με την Ιστορία. Πολλά από
αυτά, όπως συμβαίνει με το Ινστιτούτο “Κωνσταντίνος Καραμανλής”,
χρηματοδοτούνται – με 1.800.000 ευρώ στην περίπτωση αυτή – από τον
προϋπολογισμό που η Βουλή των Ελλήνων κατανέμει στα κοινοβουλευτικά
κόμματα σε τρόπο ώστε να εμπλουτίζουν το θεωρητικό και επιστημονικό τους
υπόβαθρο. Καλά και άγια όλα αυτά, αποτελούν όμως οπωσδήποτε ελάχιστα
πειστικές ιδιότητες για τη συγγραφή ενός σχολικού βιβλίου. Οι λόγοι θα
μπορούσε να είναι αυτονόητοι σε οποιαδήποτε χώρα η λέξη αυτή διατηρεί
κάτι από τη σημασία της.
Το
αποτέλεσμα της δεδομένης επιλογής οδήγησε σε ένα κείμενο που θα
μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στην κατήχηση και στην απολογία.
Κατήχηση πάνω στις αρχές στις οποίες πιστεύει η σημερινή κοινοβουλευτική
πλειοψηφία του τόπου και πάνω στις οποίες, όπως η ίδια νομίμως
πιστεύει, κινήθηκε η Ιστορία του ελληνικού κράτους και του κόσμου
ολόκληρου. Απολογία οπωσδήποτε παραταξιακή καθώς στο σχολικό βιβλίο
εμπεριέχονται, ενίοτε ενισχυμένες, οι “επίσημες θέσεις” της Δεξιάς στα
αμφιλεγόμενα σημεία της πρόσφατης ειδικά Ιστορίας: για την περίοδο της
κατοχής, του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους λόγου χάρη. Ο χώρος
εδώ δεν επαρκεί για την ανάπτυξη αυτών των “αναμενόμενων”
χαρακτηριστικών του βιβλίου. Για τούτο θα περιοριστούμε στα μη
“αναμενόμενα”».
Αθωώνοντας το ναζισμό
«Στο
βιβλίο αυτό περισσεύουν οι ακατανόητου στόχου εκπλήξεις για τον μαθητή ή
τον καθηγητή αναγνώστη και χρήστη του σχολικού βιβλίου. Η μανία με τον
Χίτλερ είναι το πρώτο απρόσμενο. Θα κατανοούσε ίσως κανείς ότι η άποψη
ότι ο καλύτερος φίλος του Χίτλερ υπήρξε ο Στάλιν (σελίδα 120)
εκπορεύεται από μια πάγια οπτική της Δεξιάς που πολύ θα επιθυμούσε να
απαλλάξει τον πολιτικό της χώρο από τις ακροδεξιές – ως και ναζιστικές –
εκδοχές του. Προς τι όμως η συνεχής επανάληψη της θέσης ότι ο
φιλελευθερισμός (οικονομικός; πολιτικός;) και η κοινοβουλευτική
δημοκρατία είχαν δύο και μόνο εχθρούς: τον φασισμό – ναζισμό και τον
κομμουνισμό (στις σελίδες 99, 100, 104, 120 κλπ. του βιβλίου του
μαθητή); Επιχειρείται μήπως η εμπέδωση της παραπάνω θέσης “διά της
επαναλήψεως” όπως γινόταν στα δημοτικά σχολεία του παλιού καιρού; Ας
πούμε ότι τα εμπεδώσαμε … Τι παραπάνω προσφέρει ο εξωραϊσμός του
ναζισμού, στο σημείο, για παράδειγμα, της ανόδου του στην εξουσία. Οι
Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ, γράφεται, ότι πήραν 44% των ψήφων (βιβλίο
μαθητή σελ. 104) και ότι αυτό το ποσοστό τους οδήγησε στην εξουσία. Στην
πραγματικότητα αυτό είναι το εκλογικό ποσοστό που το ίδιο το ναζιστικό
κόμμα απέδιδε στον εαυτό του. Προέκυψε από την εκλογική αναμέτρηση στις 5
Μαρτίου 1933, όταν οι ναζί είχαν ήδη την εξουσία, λίγο μετά την
πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ (τη γερμανική Βουλή) που αποδόθηκε προβοκατόρικα
στους κομμουνιστές και αποτέλεσε την αφορμή για μαζικές διώξεις ενάντιά
τους και ενάντια σε κάθε δημοκρατικό στοιχείο. Τότε μάλιστα θεωρήθηκε ως
μεγάλη αποτυχία των ναζί και του Χίτλερ προσωπικά το γεγονός ότι σε
εκλογές που οι ίδιοι οργάνωσαν και με τους κυριότερους πολιτικούς τους
αντιπάλους υπόδικους, στις φυλακές και στα στρατόπεδα εγκλεισμού, δεν
κατάφεραν να πετύχουν τον εκλογικό τους στόχο που ήταν η υπέρβαση του
50% των ψήφων και η αυτοδυναμία στη γερμανική Βουλή. Γενικά σήμερα η
ιστοριογραφία δέχεται ως εκλογικό ποσοστό που οδήγησε τον Χίτλερ στην
εξουσία το 33,1% που απέσπασε το κόμμα του στις τελευταίες ελεύθερες
εκλογές του Νοεμβρίου 1932 ή έστω το 37,4% που το ίδιο κόμμα είχε στις
εκλογές του Ιουλίου 1932. Μόνο το σχολικό μας βιβλίο αναφέρεται στο
ειδικό 43,9% (44%) των χωρίς αντίπαλο εκλογών του 1933.
Ο
εξωραϊσμός της ανόδου των Ναζί στην εξουσία δε σταματά όμως εδώ. Στην
ίδια σελίδα του σχολικού βιβλίου (βιβλίο μαθητή, σ. 104) εφευρίσκεται
νομιμοποιητικό δημοψήφισμα για την ανάδειξη του Χίτλερ σε απόλυτο ηγέτη
της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα στις 23 Μαρτίου 1933 το κοινοβούλιο –
χωρίς τους υπό διωγμό κομμουνιστές, με μόνη αντίδραση που προήλθε από
τους εναπομείναντες σοσιαλιστές και με στήριξη των χιτλερικών σχεδίων
από το κεντρώο χριστιανικό κόμμα – ψήφισε έναν ειδικό νόμο για να
“ανακουφίσει το γερμανικό έθνος και τον γερμανικό λαό από το άγχος που
ένιωθε” – απέναντι στην επαπειλούμενη κομμουνιστική επανάσταση προφανώς
!!
Ο
νόμος αυτός, Ermachtigungsgesetz, έδινε τη δυνατότητα υπέρβασης του
συντάγματος και παραγωγής νομοθετικού έργου στην κυβέρνηση που όριζε ο
Καγκελάριος – δηλαδή ο Χίτλερ – καθιστώντας άχρηστο το Ράιχσταγκ, το
κοινοβούλιο. Τον Αύγουστο του 1934, τρεις ώρες πριν τον θάνατο του
προέδρου της Γερμανίας Χίντεμπουργκ, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο, σύμφωνα με
τον οποίο τα αξιώματα του Καγκελαρίου και του Προέδρου συγχωνεύονται
και με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ πήρε την ιδιότητα του απόλυτου ηγέτη, του
Φίρερ (Οδηγού). Αντί για αυτές τις κινήσεις αυθαιρεσίας, νοθείας, βίας,
παραπλάνησης και τρομοκρατίας το σχολικό μας βιβλίο επιμένει να βλέπει
“δημοψήφισμα” στα 1934 μάλιστα. Η διεθνής ιστοριογραφία πάντως αγνοεί
προφανώς τα περιγραφόμενα στο εν λόγω πόνημα γεγονότα και περιγραφές !!
Αλλά
και η συγκρότηση του Αξονα περιγράφεται με εξαιρετικά περίεργο τρόπο. Η
επιθετική αυτή σύμπραξη πρώτον χάνει το όνομά της – για το Σύμφωνο
Αντι-Κομιντέρν πρόκειται, τη συμμαχία κυβερνήσεων ενάντια στον
κομμουνισμό και την Κομμουνιστική Διεθνή – και, δεύτερο, παρουσιάζεται
αποκλειστικά και μόνο μέσα από λόγο του Μουσολίνι (βιβλίο μαθητή, σελ.
112). Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο Αξονας είναι πρόταση συνασπισμού των
ευρωπαϊκών κρατών που “εμπνέονται από τη θέληση για συνεργασία και
ειρήνη”.
Αντε
να δεχτούμε ότι για πολιτικοϊδεολογικούς λόγους η Δεξιά έχει ανάγκη από
μια κάποια “τροποποίηση” της Ιστορίας. Μήπως, λέω μήπως, εδώ το
παρατράβηξε;
Τα
παραπάνω αποδεικνύουν πόσο υποκριτική είναι η “έκπληξη” της κλασικής
Δεξιάς και των αστικών ελίτ για την εμφάνιση του φαινομένου Χρυσή Αυγή .
Το κομματικό σχολικό βιβλίο της Γ’ λυκείου αποκαλύπτει την προετοιμασία
του ιδεολογικού υποστρώματος πάνω στο οποίο μπόρεσε να αναπτυχθεί ο
φασισμός και ο ναζισμός.
Ακόμα,
εάν ο κομμουνισμός αναγορευτεί στο υπέρτατο έγκλημα κατά της
ανθρωπότητας όπως το έχουν υπογραμμίσει οι Στεφάν Κουρτουά και οι
καθ΄ημάς μαθητές τους Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαρατζίδης, τότε ο
ναζισμός όχι μόνο αθωώνεται αλλά αξίζει να ακολουθήσει κανείς τα ίχνη
του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου