της Αιμιλίας Τσαγκαράτου μέλος του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ
Πριν προχωρήσουμε σε μια πιο – όσο γίνεται – λεπτομερή
αναφορά σε όσα αναφέρονται στην 90σελιδη έκθεση της ομάδας εργασίας του
Υπουργείου Παιδείας για την αξιολόγηση, είναι απαραίτητο να κάνουμε μερικές
γενικές επισημάνσεις:
Οι τελικές αποφάσεις για το περιεχόμενο και τον τρόπο της
αξιολόγησης θα καθορίζονται από το Προεδρικό Διάταγμα που θα δημοσιευθεί στο
τέλος του μήνα. Η πρόταση είναι βέβαια σημαντική και σε αυτό το πνεύμα θα
κινηθεί και το Π.Δ., όμως δεν είναι η τελική. Ταυτόχρονα σε όλο το κείμενο
αναφέρεται η ισχύουσα νομοθεσία (ο νόμος Ευθυμίου για την αξιολόγηση, ο
Υπαλληλικός Κώδικας, το καθηκοντολόγιο).
Γίνεται σαφές από την αρχή κιόλας του κειμένου της πρότασης
ότι «στη σημερινή συγκυρία ……η προοπτική θεσμοθέτησης ενός συστήματος
αξιολόγησης στην εκπαίδευση συνδέονται με τη συνολικότερη προσπάθεια
αναμόρφωσης των λειτουργιών του ελληνικού κράτους, την οποία καταβάλει ο
ελληνικός λαός προκειμένου να επιτευχθεί….η δημοσιονομική προσαρμογή και ο
εκσυγχρονισμός (!) της ελληνικής κοινωνίας». Άρα, η αξιολόγηση στην εκπαίδευση
έρχεται από τη μια να «κουμπώσει» με τις μνημονιακές πολιτικές και να
παίξει σημαντικό ρόλο στην υλοποίησή τους.
Αναφέρεται στο κείμενο της πρότασης ότι «το σύστημα
αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και του έργου των εκπαιδευτικών δεν μπορεί
να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα πρέπει να συνδέεται με πρακτικούς
και επιστημονικούς τρόπους συνεχούς βελτίωσής τους». Εδώ είναι σημαντικό να
επισημάνουμε τα εξής: α) κρατάμε τα
ρήματα «μπορεί» και «πρέπει» - αφήνοντας έτσι ανοιχτό το τι θα λέει το
Π.Δ. β) ήδη το μεσοπρόθεσμο βάζει τέτοια
ασφυκτικά πλαίσια όσον αφορά στις διαθεσιμότητες, τις μετακινήσεις , την αργία
και τις απολύσεις εν τέλει των δημοσίων υπαλλήλων, άρα και των εκπαιδευτικών,
που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ξεχωριστή αναφορά από την ομάδα εργασίας του
Υπουργείου γ) οι χαρακτηρισμοί της
περιγραφικής αξιολόγησης που θα δούμε παρακάτω
(«ελλιπής», «επαρκή», «πολύ καλός» «εξαιρετικός», είτε το θέλουμε είτε
όχι εμπιερέχουν στοιχεία κατηγοριοποίησης και κατάταξης των εκπαιδευτικών, που
πολύ εύκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαθεσιμότητες και απολύσεις.
Ας δούμε τώρα τα πράγματα πιο συγκεκριμένα.
Α. Χρησιμοποιώντας ως οδηγό τη διεθνή εμπειρία, αναφέρεται
στην πρόταση ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές των χωρών της Ε.Ε. καθορίζονται από
τις προκλήσεις της προσαρμογής στις «οικονομίες και της κοινωνίες της γνώσης»
και την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, γίνεται κατά τη γνώμη
της ομάδας επιτακτική η ανάγκη αποτίμησης της λειτουργίας και των αποτελεσμάτων
(τα περίφημα outputs) του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι συντάκτες της πρότασης
έχουν απόλυτο δίκιο. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές καθορίζονται από τη λογική της
αγοράς, τη λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως «φυσικού νόμου» που όλα πρέπει
να υποτάσσονται σε αυτήν, και τη μέτρηση «αποτελεσμάτων». Ενδεικτικός είναι και
ο τίτλος της πρότασης («σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού
έργου»), με έμφαση στην ποιότητα – όρος της αγοράς που χρησιμοποιείται πλέον
κατά κόρον στην εκπαίδευση.
Β. Η Φιλοσοφία της πρότασης αξιολόγησης
Σε όλο το κείμενο επαναλαμβάνεται η ανάγκη σύναψης
«εκπαιδευτικού συμβολαίου» ανάμεσα την πολιτεία και τους εκπαιδευτικούς μέσα σε
ένα πλαίσιο «σαφώς διατυπωμένων και κοινά αποδεκτών όρων». Με άλλα λόγια, να υπάρχει από τη μια αποδοχή
των στόχων όπως καθορίζονται από την κυβερνητική πολιτική και ταυτόχρονα πλήρης
συναίνεση των εκπαιδευτικών στη διαδικασία της αξιολόγησής τους.
Ως βασικές έννοιες του «εκπαιδευτικού συμβολαίου»
καθορίζονται «η εμπιστοσύνη, η ευθύνη, η σχετική αυτονομία και ο βαθμός
ελευθερίας του εκπαιδευτικού».
Στην εποχή της πλήρους οικονομικής και εργασιακής
καταβύθισης του εκπαιδευτικού, μόνο θυμηδία αλλά και οργή μπορεί να προκαλεί η
διαπίστωση ότι ανάμεσα στο κράτος και τους εκπαιδευτικούς πρέπει να υπάρχει
σχέση «εμπιστοσύνης». Όσο για τη σχετική αυτονομία και το βαθμό ελευθερίας του
εκπαιδευτικού διευκρινίζεται – για να μην υπάρχουν παρερμηνείες – ότι δεν μπορούν
να υπερβαίνουν τα όρια που θέτει η ισχύουσα εκπαιδευτική νομοθεσία και το
συνταγματικό πλαίσιο της χώρας. (Εδώ να ανοίξουμε παρένθεση και να πούμε ότι
δυστυχώς τελευταία έχουμε πάμπολλα παραδείγματα παρέμβασης στο έργο των
εκπαιδευτικών που κάνουν τη δουλειά τους ακόμα και μέσα σε αυτά τα πλαίσια - βλ. νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο στη
Λευκάδα).
Γ. Το πλαίσιο για την αξιολόγηση
Η ομάδα που εκπόνησε την πρόταση – παίρνοντας υπόψη της την διεθνή εκπαιδευτική εμπειρία
- κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο
καλύτερος τρόπος αξιολόγησης είναι ο συνδυασμός και των τριών μεθόδων που
εφαρμόζονται σήμερα διεθνώς: η εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση) – η
ιεραρχική εσωτερική αξιολόγηση (δηλαδή η αξιολόγηση από τους διευθυντές και
τους συμβούλου) και η εξωτερική
αξιολόγηση. Με άλλα λόγια διαμορφώνεται όπως θα δούμε και παρακάτω ένα
ασφυκτικό πλαίσιο που φυσικά δεν έχει σκοπό να «να αντιμετωπιστούν οι επιμέρους
αδυναμίες που έχουν καταγραφεί από την αποκλειστική εφαρμογή του καθενός από
αυτά σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα» αλλά τη δημιουργία ενός αυστηρού
μηχανισμού αποτύπωσης, ελέγχου και πειθάρχησης.
α. Προτείνεται η δημιουργία Ανεξάρτητης Δημόσιας Αρχής
Διασφάλισης της Ποιότητας στην Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Ε) που θα εποπτεύει και θα
συντονίζει το σύστημα αξιολόγησης και τη διασφάλιση της ποιότητας στην
εκπαίδευση σε κεντρικό επίπεδο. Σε επίπεδο Περιφέρειας ή Διεύθυνσης Εκπαίδευσης
προτείνεται η δημιουργία της Μονάδας Διασφάλισης της Ποιότητας στην Εκπαίδευση
( ΜΟ.ΔΙ.Π.Ε - κατά κάποιο τρόπο «παραρτήματα» της ΑΔΙΠΕ) η οποία θα έχει την
ευθύνη του ελέγχου της «καλής λειτουργίας» του συστήματος αξιολόγησης. Στελέχη
της Μονάδας αυτής θα επισκέπτονται τα σχολεία για να «πραγματοποιούν
διαπιστωτικούς ελέγχους σχετικά με την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των
στοιχείων που δίνονται στις εκθέσεις αξιολόγησης» (περίπου όπως η διαβόητη OFSTED
στην Αγγλία). Αυτοί θα είναι οι φορείς της εξωτερικής αξιολόγησης.
Στη σελίδα 20 της πρότασης υπάρχει παράδειγμα ανάπτυξης του
συστήματος αξιολόγησης στην Εκπαίδευση. Ακόμα και από την πρώτη ματιά,
διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα αυστηρά ιεραρχικό, από τα πάνω προς τα κάτω
σύστημα το οποίο έρχεται να «συνθλίψει» στο τέλος τον τελικό αποδέκτη που είναι
ο εκπαιδευτικός. Το ατέλειωτο «εκθεσιολόγιο» με καθορισμένους δείκτες και
κριτήρια ποιότητας δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας σε όλη την
εκπαίδευση.
β. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αυτοαξιολόγηση η οποία
γενιικεύεται σε όλες τις σχολικές μονάδες και γίνεται σε ετήσια βάση. Οι
εκθέσεις που συντάσσονται στο τέλος της σχολικής χρονιάς δημοσιεύονται στην
ιστοσελίδα του σχολείου (άρα δημοσιοποίησή τους) και υποβάλλονται στους
σχολικούς συμβούλους και στις ΜΟΔΙΠΕ.
Για το θέμα της αυτοαξιολόγησης έχουμε αναφερθεί εκτενέστερα
πριν από δύο χρόνια, όταν έγινε η πιλοτική εφαρμογή της σε σχολεία που
συμφώνησαν να την υλοποιήσουν. Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου αξιολόγησης, το
«εκπαιδευτικό έργο» και η καθημερινή σχολική πραγματικότητα επιχειρείται να
παρουσιαστεί και να γίνει αντιληπτή από τους εκπαιδευτικούς όχι σαν ένα σύνθετο
και πολυδιάστατο πλέγμα παιδαγωγικών, κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων και
λειτουργιών, οι οποίες (σε μεγάλο βαθμό) ξεπερνούν τη δυνατότητα παρέμβασης των
ίδιων αλλά σαν ένα άθροισμα μετρήσιμων στοιχείων, συμπεριφορών και πράξεων που
εδράζονται αποκλειστικά στοτης «σχολικής μονάδας». Η εκπαιδευτική και μαθησιακή
διαδικασία δηλαδή για να καταστεί «αντικειμενικά μετρήσιμη», θεμελιώνεται σε
μια πρακτική κατακερματισμού, διατύπωσης και στάθμισης των επιμέρους στοιχείων
που τη συναπαρτίζουν και υποτίθεται πως απεικονίζονται στο λεγόμενο
«εκπαιδευτικό έργο».
γ. Πιο συγκεκριμένα τώρα για την αξιολόγηση του ίδιου του
εκπαιδευτικού.
Σύμφωνα με την πρόταση της ομάδας εργασίας η αξιολόγηση του
εκπαιδευτικού θα γίνεται σε ετήσια και περιοδική βάση με έμμεσο τρόπο μέσω της
αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και με άμεσο τρόπο από το διευθυντή του
σχολείου και το σχολικό σύμβουλο. Η περιοδική αξιολόγηση γίνεται στα πλαίσια
της «επαγγελματικής ανάπτυξης»και της ανάδειξης στελεχών της εκπαίδευσης.
Προβλέπεται και έκτακτη αξιολογική κρίση για λόγους που εκτιμά η υπηρεσία ή ο
εκπαιδευτικός.
Αντιγράφουμε από το κείμενο της ομάδας εργασίας:
«Οι εκπαιδευτικοί των οποίων το έργο αξιολογείται ως
«επαρκές» είναι προακτέοι. Οι εκπαιδευτικοί το έργο των οποίων έχει αξιολογηθεί
ως «ελλιπές» σε κάποιο πεδίο παρακολουθούν ενισχυτικό /διαμορφωτικό πρόγραμμα
επιμόρφωσης και η αξιολόγησή τους στο συγκεκριμένο πεδίο επαναλαμβάνεται το
επόμενο έτος».
Συμπέρασμα: Η αξιολόγηση είναι σαφές ότι παίζει ρόλο στην
προαγωγή του εκπαιδευτικού (εκτός αν η λέξη «προακτέοι» άλλαξε σημασία). Και
όταν μιλάμε για προαγωγή είναι προφανές ότι μιλάμε για βαθμολογική και
μισθολογική προαγωγή. Όσο για τα «ενισχυτικά προγράμματα επιμόρφωσης» το
αφήνουμε ασχολίαστο..
δ. Η ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού γίνεται σε πέντε πεδία:
Πεδίο 1:Εκπαιδευτικό περιβάλλον: Διαπροσωπικές Σχέσεις και
Προσδοκίες (!) – Παιδαγωγικό Κλίμα – Οργάνωση Σχολικής Τάξης
Πεδίο 2: Σχεδιασμός, Προγραμματισμός και Προετοιμασία
Διδασκαλίας: Μαθητής – Στόχοι και Περιεχόμενο – Διδακτικές Ενέργειες και Εκπαιδευτικά
Μέσα.
Πεδίο 3 : Διεξαγωγή και Αξιολόγηση Διδασκαλίας :
Προετοιμασία των Μαθητών για τη Διδασκαλία –Διδακτικές Ενέργειες και
Εκπαιδευτικά Μέσα – Μαθησιακές Ενέργειες – Εμπέδωση και Αξιολόγηση της Νέας
Γνώσης
Πεδίο 4 : Υπηρεσιακή Συνέπεια και Επάρκεια: Τυπικές
Υπαλληλικές Υποχρεώσεις – Συμμετοχή στη Λειτουργία της Σχολικής Μονάδας –
Συνεργασία με Γονείς και Φορείς
Πεδίο 5: Τυπικά Προσόντα και Επιστημονική Επαγγελματική
Ανάπτυξη
Η αξιολόγηση κάθε Πεδίου γίνεται στη βάση τομέων με
περιγραφική αξιολογική κλίμακα,με διαβαθμισμένα κριτήρια και ποιοτικές
προδιαγραφές έργου. Ο Διευθυντής του σχολείου αξιολογεί το πεδίο 4, τα υπόλοιπα
ο σχολικός σύβουλος. Να το πούμε σε απλά ελληνικά: μέτρηση και έλεγχος κάθε
τομέα, κάθε πλευράς της εκπαιδευτικής διαδικασίας όπου ο εκπαιδευτικός θα
πρέπει να καταγράφει και να καταγράφεται στο κάθε τι που κάνει. Ταυτόχρονα,
δίνεται έμφαση στον ατομικό φάκελο /porfolio του κάθε εκπαιδευτικού, όπου θα
πρέπει να «μπαίνουν» όλα τα τυπικά προσόντα (πτυχία, σεμινάρια, επιμορφώσεις κλπ.κλπ.).
Είναι φανερό ότι όσο πιο «φουσκωμένο» είναι το portfolio τόσο πιο καλά
αξιολογείται ο εκπαιδευτικός (συνάδελφοι που έχουν μόνο το πτυχίο τους ή που
δεν έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια και επιμορφώσεις οργανωμένα από φορείς που
παρέχουν τις περίφημες «βεβαιώσεις» θεωρούνται «ελλιπείς»). Μεγάλη έμφαση
δίνεται επίσης στις «καιντομίες»και στις «καλές πρακτικές» που δίνουν επιπλέον
«μπόνους».
ε. Στις ενδεικτικές φόρμες αξιολόγησης που υπάρχουν στην
πρόταση, διακρίνονται τα εξής βασικά στοιχεία:
1. Για τα στελέχη της εκπαίδευσης δίνεται έμφαση στην
υλοποίηση της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής όπως αυτή κάθε φορά
εκφράζεται και στην εφαρμογή της νομοθεσίας – όπως είναι φυσικό. Όπως είναι
κατανοητό αυτό σημαίνει μια ασφυκτική πίεση προς τους συλλόγους διδασκόντων και
τους εκπαιδευτικούς, αφού απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή αξιολόγηση των
στελεχών είναι η αποδοχή και η υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής από τους
υφισταμένους τους.
2. Για τους εκπαιδευτικούς οι «ρουμπρίκες» περιγράφουν με
κάθε λεπτομέρεια την παραμικρή του δραστηριότητα. Όπως εύστοχα παρατηρεί
συναδέλφισσα που υπηρετεί σε πειραματικό σχολείο, «το άριστα προαπαιτεί
έναν εκπαιδευτικό πολυεργαλείο που
συνδυάζει την πολυμάθεια του επιστήμονα, την εφευρετικότητα του
ταχυδακτυλουργού, την αφοσίωση του ιεραπόστολου, την ακρίβεια του
γραφειοκράτη, την ευελιξία του μάνατζερ και την προθυμία του
δουλοπάροικου αλλά κυρίως τη φιλοδοξία του καριερίστα που σαν
προνοητικό μυρμήγκι και με την απληστία φιλάργυρου συγκεντρώνει
αποδεικτικά στοιχεία για κάθε του προσφορά πέραν των τυπικών
καθηκόντων κι αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην παρακολούθηση
σεμιναρίων ώστε να χτίσει το επιθυμητό profile».
Συμπερασματικά:
Απ’ότι φαίνεται δομείται πλέον και μέσω της
διαδικασίας της αξιολόγησης ένα ασφυκτικό πλαίσιο ιδεολογικής και εκπαιδευτικής
χειραγώγησης, όσο κι αν προσπαθούν με «εκθέσεις ιδεών» να το εμφανίσουν ως μια
διαδικασία «διαμορφωτική και παιδαγωγική». Η επιλογή και των τριών τύπων
αξιολόγησης που αναφέραμε παραπάνω πνίγει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και
δημιουργικότητα του εκπαιδευτικού, απαγορεύει επί της ουσίας οποιαδήποτε
παιδαγωγική, εκπαιδευτική δραστηριότητα δεν κινείτα μέσα στα συγκεκριμένα
πλαίσια της καθεστωτικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός μιας
τέτοιου τύπου αξιολόγησης με τις πολιτικές του μεσοπρόθεσμου στην εκπαίδευση
διαμορφώνει ένα σκληρό τοπίο στα σχολεία: πειθάρχησης, υποταγής, φόβου,
ανταγωνισμού. Γι’αυτό το καθήκον της αντίστασης και της ανατροπής αυτών των
πολιτικών γίνεται περισσότερο από ποτέ επιτακτικό
Π
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου